English and German Poetry

ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΜΙΚΡΗ ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
Μετάφραση: Πάνος Καραγιώργος

ENGLISH POETRY
A SMALL BILINGUAL ANTHOLOGY
Translation: Panos Karagiorgos

DEUTSCHE DICHTUNG
EINE KLEINE ZWEISPRACHIGE ANTHOLOGIE
Übersetzung: Panos Karagiorgos

ΑΓΓΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

GEOFFREY CHAUCER (ca. 1343-1400)

From THE CANTERBURY TALES

 

Whan that April with his showres soote

The droughte of March hath perced to the roote,

And bathed every veine in swich licour,

Of which vertu engendred is the flowr;

Whan Zephyrus eek with his sweete breeth

Inspired hath in every holt and heeth

The tendre croppes, and the yonge sonne

Hath in the Ram his halve cours yronne,

And smale fowles maken melodye

That sleepen al the night with open yë –

So priketh hem Nature in hir corages –

Thanne longen folk to goon on pilgrimages,

And palmeres for to seeken straunge strondes

To ferne halwes couthe in sondry londes;

And specially from every shires ende

Of Engelond to Canterbury they wende,

The holy blisful martyr for to seeke

That hem hath holpen whan that they were seke.

 

Bifel that in that seson on a day,

In Southwerk at the Tabard as I lay,

Redy to wenden on my pilgrimage

To Canterbury with ful devout corage,

At night was come into that hostelrye

Wel nine and twenty in a campaignye…

 

 

 

ΤΖΕΦΡΥ ΤΣΩΣΕΡ (περ. 1343-1400)

Από ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤΕΡΜΠΕΡΙ

 

Τ’ Απρίλη η βροχούλα όταν διαπερνά

του Μάρτη όλη την ξέρα και την αναβροχιά,

και των ριζών η φλέβα από χυμό ’ναι υγρή,

όταν είναι ντυμένη στα πράσινα η γη,

και όταν του Ζεφύρου η πιο γλυκιά πνοή

τα δέντρα αναδεύει, χαρίζοντας ζωή,

κι ο νέος ήλιος όταν στον τρυφερό βλαστό

μισό γύρο έχει κάνει και πάει για τον Κριό,

και τα μικρά πουλάκια λαλούν μελωδικά

κι όλη τη νύχτα μένουν με μάτια ανοιχτά

– έτσι μιλάει η φύση, αφέντρα στην καρδιά –

οι άνθρωποι  πια τότε πολύ το λαχταρούν

προσκυνητές να πάνε κι αμέσως ξεκινούν

γι’ άγνωστες παραλίες, ξωκλήσια μακρινά,

και από τόπους ξένους και κάθε μια μεριά

ιδίως της Αγγλίας, πολύ ευλαβικά

στο Κάντερμπερι πάνε, στον Άγιο εμπρός

να γονατίσουν φτάνουν, γιατί μόνο αυτός,

όταν αυτοί αρρωστήσαν, τους στάθηκε βοηθός.

 

Έτυχε να ’μαι τότε πέρα εκεί κι εγώ,

στο Σάουθερκ, όπ’ είναι το Τάμπαρν καπηλειό,

έτοιμος για να πάω κι εγώ προσκυνητής

κάτω στο Κάντερμπερι, μ’ ευλαβική καρδιά,

κι ήρθε στο πανδοχείο εκείνη τη βραδιά

μια παρέα που ’ταν όλοι είκοσι εννιά…

 

WILLIAM SHAKESPEARE (1564-1616)

SONNET XVII

 

Who will believe my verse in time to come,

If it were fill’d with your most high deserts?

Though yet, heaven knows, it is but as a tomb

Which hides your life and shows not half your parts.

If I could write the beauty of your eyes

And in fresh numbers number all your graces,

The age to come would say, “This poet lies;

Such heavenly touches ne’er touch’d earthly faces.”

So should my papers, yellow’d with their age,

Be scorn’d, like old men of less truth than tongue;

And your true rights be term’d a poet’s rage,

And stretched metre of an antique song:

But were some child of yours alive that time,

You should live twice, – in it and in my rhyme.

 

OYΪΛΛIAM ΣΑΙΞΠΗΡ (1564-1616)

ΣΟΝΕΤΟ 17

 

Ποιος πια αυτούς τους στίχους μου θα πίστευε στο μέλλον,

αν ήταν με τις έξοχες πλεγμένοι αρετές σου;

Γιατί, μνημείο της ζωής κι αν είναι, για στοχάσου,

δείχνουν μονάχα τα μισά απ’ τα χαρίσματά σου.

Αν θα μπορούσα των ματιών σου να ’γραφα το κάλλος

και ν’ αριθμήσω στη σειρά χάρες που σε στολίζουν,

θα ’λεγαν οι ερχόμενοι «Ψέματα λέει ο ποιητής·

ποτέ ουράνιες πινελιές θνητούς δεν ζωγραφίζουν».

Και τα χαρτιά μου όμοια, κίτρινα απ’ τον χρόνο,

σαν γέρους θα τα περγελούν που λίγη αλήθεια λένε.

Τα δίκαιά σου θα τα πουν μανία κάποιου ποιητή

και από κάποιο αλλοτινό τραγούδι δίχως τόνο.

Μα αν ένα παιδί σου ζει, δικό σου παλικάρι,

εσύ θα ζεις στον στίχο μου και μες στο νιο βλαστάρι.

 

JOHN KEATS

(1795-1821)

ON FIRST LOOKING INTO CHAPMAN’S HOMER

 

Much have I travell’d in the realms of gold,

And many goodly states and kingdoms seen;

Round many western islands have I been

Which bards in fealty to Apollo hold.

Oft of one wide expanse had I been told

That deep-brow’d Homer ruled as his demesne;

Yet did I never breathe its pure serene

Till I heard Chapman speak out loud and bold:

Then felt I like some watcher of the skies

When a new planet swims into his ken;

Or like stout Cortez when with eagle eyes

He star’d at the Pacific – and all his men

Look’d at each other with a wild surmise –

Silent, upon a peak in Darien.

 

ΤΖΩΝ ΚΗΤΣ (1795-1821)

ΠΡΩΤΟΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΤΟΥ ΤΣΑΠΜΑΝ

 

Πολλές ταξίδεψα φορές μεσ’ στις χρυσές τις χώρες

κι ωραίες πόλεις έχω ’δει και όμορφα βασίλεια·

κι απ’ τα νησιά τα δυτικά γύρω έχω περάσει,

που οι βάρδοι τον Απόλλωνα πιστά διαφεντεύουν.

Συχνά για μιαν απέραντη χώρα μού ’χουν μιλήσει,

που ο σοφός ο Όμηρος πατρίδα που την είχε,

μα δεν τη χάρηκα ποτέ καθάρια τη γαλήνη,

ώσπου τη βροντερή φωνή άκουσα εγώ του Τσάπμαν·

κι ένιωσα τότε σαν αυτόν που θεωρεί τα ουράνια

και νέον στο στερέωμα πλανήτη διακρίνει,

ή σαν τον τολμηρό Κορτέζ, που μ’ αετίσια μάτια

έβλεπε τον Ειρηνικό κι όλοι οι ναυτικοί του,

ένας τον άλλο κοίταζαν μ’ έκσταση, σαστισμένοι,

αμίλητοι, ψηλά από μια κορυφή του Ντάριεν.

 

BRIGHT STAR, WOULD I WERE STEDFAST

 

Bright star, would I were stedfast as thou art –

Not in lone splendour hung aloft the night,

And watching, with eternal lids apart,

Like nature’s patient, sleepless eremite,

The moving waters at their priestlike task

Of pure ablution round earth’s human shores,

Or gazing on the new soft-fallen mask

Of snow upon the mountains and the moors;

No – yet still steadfast, still unchangeable,

Pillow’d upon my fair love’s ripening breast,

To feel for ever its soft swell and fall,

Awake for ever in a sweet unrest,

Still, still to hear her tender-taken breath,

And so live ever – or else swoon to death.

 

ΛΑΜΠΡΟ ΜΟΥ ΑΣΤΕΡΙ, ΣΤΑΘΕΡΟΣ ΝΑ ΗΜΟΥΝ

 

Λαμπρό μου αστέρι, σταθερός να ήμουν σαν εσένα,

– όχι με λάμψη ερημική που κρέμεται τη νύχτα

αγναντεύοντας, με ανοιχτά τα βλέφαρά μου αιώνια,

όπως της φύσης ο ήρεμος κι άγρυπνος ερημίτης,

τα ιερουργικά νερά που ανέμελα κινούνται,

αγνίζοντας γυρω στη γη τ’ ανθρώπινα ακρογιάλια,

ή να κοιτάζω συνεχώς την απαλή από χιόνι

μάσκα που πάνω στα βουνά και μες στους βάλτους πέφτει·

όχι, – να είμαι σταθερός κι ακίνητος το θέλω,

για ν’ ακουμπάω στο μεστό το στήθος της καλής μου,

και τ’ ανεβοκατέβασμα αιώνια να νιώθω,

και πάντα να ξυπνώ με μια γλυκιάν ανησυχία,

να νιώθω την ανάσα της την απαλή συνέχεια,

και έτσι πάντα πια να ζω, αλλιώς να αργοσβήνω.

 

WILLIAM BUTLER YEATS (1865-1939)

DOWN BY THE SALLEY GARDENS

 

Down by the salley gardens my love and I did meet;

She passed the salley gardens with little snow-white feet.

She bid me take love easy, as the leaves grow on the tree;

But I being young and foolish, with her would not agree.

 

In a field by the river my love and I did stand,

And on my leaning shoulder she laid her snow-white hand.

She bid me take life easy, as the grass grows on the weirs;

But I was young and foolish, and now am full of tears.

 

ΟΥΪΛΛΙΑΜ ΜΠΑΤΛΕΡ ΓΑΙΗΤΣ (1865-1939)                       

ΚΑΤΩ ΣΤΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ

 

Κάτω στα περιβόλια η αγάπη μου κι εγώ

εσμίξαμε κι εκείνη, με βήμα πηδηχτό

ήρθε με άσπρα πόδια, και μού ’πε μή βιαστώ,

όπως, είπε, τα φύλλα εκείνων των δεντρώ,

όμως, άγουρος όντας, μ’ αυτή δε συμφωνώ.

 

Στου ποταμού την άκρη σταθήκαμε οι δυό,

στον ώμο μου είχε βάλει το χέρι το λευκό.

Να μή βιαστώ μου είπε, σαν ’κείνο  το σπαρτό,

όμως, άγουρος ήμουν, και τώρα κλαίω εγώ.

 

CLOTHS OF HEAVEN

 

Had I the heavens’ embroidered cloths,

Enwrought with golden and silver light,

The blue and the dim and the dark cloths

Of night and light and the half-light,

I would spread the cloths under your feet:

But I, being poor, have only my dreams;

I have spread my dreams under your feet;

Tread softly because you tread on my dreams.

 

ΤΑ ΡΟΥΧΑ Τ’ ΟΥΡΑΝΟΥ

 

Του ουρανού αν είχα ’γω τα κεντητά τα ρούχα,

με φως χρυσαφο-ασημί που είναι δουλεμένα,

τα γαλανά, τα διάφανα, και τα βαθειά βαμμένα,

με φως του νυχτοήμερου και με το λυκαυγές,

θα τ’ απλωνα κάτω από τα πόδια σου, μαθές.

Αλλά, αφού είμαι φτωχός, όνειρα μόνο έχω·

τα όνειρά μου ξάπλωσα στα πόδια σου, κυρά μου,

πάτα απαλά, γιατί πατάς πάνω στα όνειρά μου.

 

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

 

WILHELM MÜLLER 1794-1827
HELLAS UND DIE WELT

Ohne die Freiheit, was wärest du, Hellas?

Ohne dich, Hellas, was wäre die Welt?

 

Kommt, ihr Völker aller Zonen,

Seht die Brüste,

Die euch säugten

Mit der reinen Milch der Weisheit! –

Sollen Barbaren sie zerfleischen?

Seht die Augen,

Die euch erleuchteten

Mit dem himmlischen Strahle der Schönheit! –

Sollen sie Barbaren blenden?

 

Seht die Flamme,

Die euch wärmte

Durch und durch im tiefen Busen,

Daß ihr fühltet,

Wer ihr seid,

Was ihr wollt,

Was ihr sollt,

Eurer Menschheit hohen Adel,

Eure Freiheit! –

Sollen Barbaren sie ersticken?

 

Kommt, ihr Völker aller Zonen,

Kommt und helfet frei sie machen,

Die euch alle frei gemacht!

 

Ohne die Freiheit, was wärest du, Hellas?

Ohne dich, Hellas, was wäre die Welt?

 

ΒΙΛΧΕΛΜ ΜΥΛΛΕΡ (1794-1827)

Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ

 

Χωρίς τη Λευτεριά, τί θα ’σουνα, Ελλάδα;

Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τί θα ’τανε ο Κόσμος;

 

Ελάτε, εσείς Λαοί απ’ όλα τα πλάτη της Γης,

ιδέτε τα στήθη

απ’ όπου εσείς βυζάξατε

το γάλα της σοφίας!

Πρέπει οι βάρβαροι να τα καταξεσχίζουν;

Ιδέτε τα μάτια

που σάς διαφώτισαν

με τις ουράνιες αχτίνες της ομορφιάς.

Πρέπει οι βάρβαροι να τα τυφλώνουν;

 

Ιδέτε τη φλόγα

που σάς θέρμανε

πέρα για πέρα τα στήθη,

για να μπορέσετε να αισθανθήτε

ποιοι είστε,

τι θέλετε,

τι πρέπει να κάνετε,

την υψηλή ευγένεια του ανθρωπισμού σας,

τη Λευτεριά σας! –

Πρέπει οι βάρβαροι να την καταπνίγουν;

 

Ελάτε, εσείς Λαοί από όλα τα πλάτη της Γης,

ελάτε και βοηθήστε να ελευθερωθεί

αυτή που όλους εσάς έχει ελευθερώσει!

 

Χωρίς τη Λευτεριά, τί θά ’σουνα, Ελλάδα;

Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τί θα ’τανε ο Κόσμος;

 

HEINRICH HEINE

(1797-1856)

AN MEINE MUTTER, ΙΙ

 

Im tollen Wahn hatt ich dich einst verlassen,

Ich wollte gehn die ganze Welt zu Ende,

Und wollte sehn, ob ich die Liebe fände,

Um liebevoll die Liebe zu umfassen.

 

Die Liebe suchte ich auf allen Gassen,

Vor jeder Türe streckt ich aus die Hände,

Und bettelte um gringe Liebesspende –

Doch lachend gab man mir nur kaltes Hassen.

 

Und immer irrte ich nach Liebe, immer

Nach Liebe, doch die Liebe fand ich nimmer,

Und kehrte um nach Hause, krank und trübe.

 

Doch da bist du entgegen mir gekommen,

Und ach! was da in deinem Aug geschwommen,

Das war die süße, langgesuchte Liebe.

 

ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΜΟΥ, II

 

Κάποτε σ’ άφησα, ο τρελός, κι έφυγα μακριά,

γιατ’ ήθελα στα πέρατα της γης εγώ να φτάσω,

και την αγάπη ήθελα να ιδώ αν θα τη βρω,

κι αν κάποτε την εύρισκα, να τη σφιχταγκαλιάσω.

 

Και την αγάπη ζήτησα σε όλα τα σοκάκια,

σε κάθε πόρτα άπλωσα χέρι ικετευτικό,

και παρακάλεσα πολύ, αν κάποιος τήνε ξέρει,

μα με περγέλια έλαβα μίσος πολύ ψυχρό.

 

Και πάντα γύριζα να βρω αγάπη, πάντ’ αγάπη,

μα δεν τη βρήκα πουθενά, καθόλου, δυστυχώς,

και προς το σπίτι γύρισα άρρωστος και χλωμός.

 

Κι εσύ με καλοδέχτηκες σαν μ’ είδες πια κοντά σου

κι αχ, στη ματιά σου έπλεε αυτό π’ αναζητούσα:

η αγάπη εκείνη η γλυκιά, που τόσο λαχταρούσα.

 

SIE HABEN MICH GEQUÄLET

 

Sie haben mich gequälet,

Geärgert blau und blaß,

Die Εinen mit ihrer Liebe,

Die Αndern mit ihrem Haß.

 

Sie haben das Brot mir vergiftet,

Sie gossen mir Gift ins Glas,

Die einen mit ihrer Liebe,

Die andern mit ihrem Haß.

 

Doch sie, die mich am meisten

Gequält, geärgert, betrübt,

Die hat mich nie gehasset,

Und hat mich nie geliebt.

 

ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΣΑΝΕ ΠΟΛΛΕΣ

 

Με βασανίσανε πολλές

και μ’ έχουν τυραννήσει,

άλλες με την αγάπη τους

και άλλες με τα μίση.

 

Φαρμάκι ρίξαν στο ψωμί

και το νερό γεμίσει,

άλλες με την αγάπη τους

και άλλες με τα μίση.

 

Αλλά αυτή που πιο πολύ

με έχει βασανίσει

ούτε ποτέ με μίσησε,

ούτε μ’ έχει αγαπήσει.

 

ICH WEISS NICHT, WAS SOLL ES BEDEUTEN

(DIE LORELEY)

 

Ich weiß nicht was soll es bedeuten,

Daß ich so traurig bin;

Ein Märchen aus alten Zeiten,

Das kommt mir nicht aus dem Sinn.

 

Die Luft ist kühl und es dunkelt,

Und ruhig fließt der Rhein;

Der Gipfel des Berges funkelt

Im Abendsonnenschein.

 

Die schönste Jungfrau sitzet

Dort oben wunderbar;

Ihr goldnes Geschmeide blitzet,

Sie kämmt ihr goldenes Haar.

 

Sie kämmt es mit goldenem Kamme

Und singt ein Lied dabei;

Das hat eine wundersame,

Gewaltige Melodei.

 

Den Schiffer im kleinen Schiffe

Ergreift es mit wildem Weh;

Er schaut nicht die Felsenriffe,

Er schaut nur in die Höh.

 

Ich glaube, die Wellen verschlingen

Am Ende Schiffer und Kahn;

Und das hat mit ihrem Singen

Die Lore-Ley getan.

 

ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ

[ Η ΛΟΡΕΛΑΗ ]

 

Δεν ξέρω τι σημαίνει

κι όλο μελαγχολώ∙

μία παλιά ιστορία

δεν βγάζω απ’ το μυαλό.

 

Δροσάτος ο αέρας

και δείλι∙ αργοκυλά

ο Ρήνος∙ στην κορφή

ήλιος λαμποκοπά.

 

Η πιο ωραία κόρη

κάθετ’ εκεί ψηλά,

με χρυσαφένιο χτένι

χτενίζει τα μαλλιά.

 

Χτενίζει τα μαλλιά της

και λέει με μαγεία,

τραγούδι με μεγάλη

κι ωραία μελωδία.

 

Τον ναύτη στη βαρκούλα

καημός τον κυριεύει,

τον βράχο μπρος δεν βλέπει,

μόνο ψηλά αγναντεύει.

 

Θαρρώ, ναύτη και βάρκα

τα κύματα θα φάνε,

κι αιτία το τραγούδι

της Λορελάη θα ’ναι.

 

GÜNTER GRASS

(1927-2015)

EUROPAS SCHANDE

Dem Chaos nah, weil dem Markt nicht gerecht,
bist fern Du dem Land, das die Wiege Dir lieh.

Was mit der Seele gesucht, gefunden Dir galt,
wird abgetan nun, unter Schrottwert taxiert.

Als Schuldner nackt an den Pranger gestellt, leidet ein Land,
dem Dank zu schulden Dir Redensart war.

Zur Armut verurteiltes Land, dessen Reichtum
gepflegt Museen schmückt: von Dir gehütete Beute.

Die mit der Waffen Gewalt das inselgesegnete Land
heimgesucht, trugen zur Uniform Hölderlin im Tornister.

Kaum noch geduldetes Land, dessen Obristen von Dir
einst als Bündnispartner geduldet wurden.

Rechtloses Land, dem der Rechthaber Macht
den Gürtel enger und enger schnallt.

Dir trotzend trägt Antigone Schwarz und landesweit
kleidet Trauer das Volk, dessen Gast Du gewesen.

Außer Landes jedoch hat dem Krösus verwandtes Gefolge
alles, was gülden glänzt gehortet in Deinen Tresoren.

Sauf endlich, sauf! schreien der Kommissare Claqueure,
doch zornig gibt Sokrates Dir den Becher randvoll zurück.

Verfluchen im Chor, was eigen Dir ist, werden die Götter,
deren Olymp zu enteignen Dein Wille verlangt.

Geistlos verkümmern wirst Du ohne das Land,
dessen Geist Dich, Europa, erdachte.

[2012]

 

ΓΚΥΝΤΕΡ ΓΚΡΑΣ

     (1927-2015)

Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

 

Είσαι πολύ σιμά στο χάος, γιατί δεν συμμορφώθηκες εντελώς στην αγορά

και φεύγεις απ’ τη χώρα που ήταν κάποτε λίκνο για σένα.

 

Ό,τι με την ψυχή ζητούσες και νόμιζες πως είχες βρει,

τώρα σαν κάτι περιττό το διώχνεις και το πετάς στα σκουπίδια.

 

Ολόγυμνη σαν οφειλέτις διαπομπεύεται, υποφέρει η χώρα εκείνη

που έλεγες πως της χρωστάς ευγνωμοσύνη.

 

Στη φτώχεια καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του

τώρα στολίζει τα μουσεία: λάφυρα που έχεις τη φροντίδα εσύ.

 

Αυτοί που χίμηξαν με την ορμή των όπλων στη χώρα την ευλογημένη με νησιά,

φορούσαν στολή και φύλαγαν τον ποιητή Χέλντερλιν μες στον γυλιό τους.

 

Καμία ανοχή δεν δείχνεις πια στη χώρα που οι συνταγματάρχες

ήτανε σύμμαχοι ανεκτικοί.

 

Χώρα που ζει χωρίς το δίκαιο, μα μ’ εξουσία που επιμένει

πως έχοντας αυτή το δίκιο, σφίγγει συνεχώς και άλλο το ζωνάρι.

 

Σε πείσμα σου, η Αντιγόνη μαυροφορεί – σ’ όλη τη χώρα

πενθοφορεί και ο λαός της που κάποτε σ’ είχε φιλοξενήσει.

 

Μα οι οπαδοί του Κροίσου έχουν στοιβάξει έξω απ’ τη χώρα,

στα θησαυροφυλάκιά σου, ό,τι σαν το χρυσό αστράφτει.

 

 

Πιες, επί τέλους, πιες, κραυγάζουν επίτροποι σαν μαζορέττες,

μα ο Σωκράτης σού γυρίζει πίσω γεμάτο το ποτήρι.

 

Σύσσωμοι, ό,τι σου ανήκει, βαρειά θα ρίξουν την κατάρα οι θεοί,

αφού η θέλησή σου ζητά ξεπούλημα του Ολύμπου.

 

Δίχως τροφή του πνεύματος, κι εσύ θα καταρρεύσεις, δίχως τη χώρα

που ο νους της, Ευρώπη, εσένα έχει πλάσει.

 

(2012)