Ο ΣΑΙΞΠΗΡ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Wilhelm Wagner

Η λογοτεχνία των σημερινών Ελλήνων βρισκόταν ανέκαθεν κάτω από ξένες επιδράσεις. Ήδη από τον 12ο και τον 13ο αιώνα, που εντοπίζονται οι πρώτες προσπάθειες αξιοποίησης της λαϊκής γλώσσας στη λογοτεχνία  –η γλώσσα αυτή υπήρχε από πολύ παλαιότερα αλλά ήταν παραγκωνισμένη και περιφρονημένη από την υπεροπτική τάξη των λογίων– είχε αρχίσει να γίνεται σε μεγάλο βαθμό αισθητή η επίδραση της Ιταλίας και της Γαλλίας. Έλληνες λόγιοι διασκεύασαν στη λαϊκή γλώσσα φράγκικα έργα του Μεσαίωνα: Φλόριος και Πλατζαφλόρα (Floire et Blanchefleur), Ιμπέριος και Μαργαρόνα (Pierre de Provence et la belle Magrielone) κ. ά. Μάλιστα, φανερές είναι οι επιδράσεις όλων των περιοχών της Δύσης στο θεματικό υλικό που είχε επινοηθεί από τους ίδιους τους Έλληνες, όπως αυτό που βρίσκουμε στα έργα Βέλθανδρος και Χρυσάντζα, Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Λίβιστρος και Ροδάμνη. Ένα εξαρχής ελληνικό θεματικό υλικό, η Διήγησις Απολλωνίου του Τυρίου, έγινε και πάλι γνωστό στον ελληνικό λαό του 14ου αιώνα από μια ιταλική πηγή. Εξίσου χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο μύθος της Τροίας δεν διαδόθηκε στους Έλληνες του Μεσαίωνα από την Ιλιάδα του Ομήρου, αλλά από τη γαλλική διασκευή του Benoit de Ste-More. Κατά τον ίδιο τρόπο εισήχθη και ο μύθος των ζώων από τη Δύση στην Ελλάδα όπου τον διέδιδαν σύμφωνα με τον ιδιαίτερο ελληνικό τρόπο σκέψης και τον διαμόρφωναν σε αυθύπαρκτες δημιουργίες.1 Η ιταλική επίδραση αυξήθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Οι λόγιοι, οι οποίοι μέχρι εκείνη την εποχή φρόντιζαν και οπωσδήποτε αντιστέκονταν στο να περιπέσει σε ολική αχρηστία η αρχαία ελληνική γλώσσα, κατέφυγαν κυρίως στην Ιταλία όπου μετέδωσαν τη γνώση της ελληνικής γλώσσας και γίνονταν δεκτοί με ενθουσιασμό. Στην Ιταλία επίσης τυπώθηκαν τα πρώτα έργα που ήταν γραμμένα στη νεοελληνική γλώσσα, τον 16ο αιώνα. Από τότε και έως το α΄ μισό του 18ου αιώνα η ελληνική ποίηση βρισκόταν κάτω από την επίδραση της ιταλικής λογοτεχνίας. Τα τρία καλύτερα έργα εκείνης της εποχής, των οποίων η αξία θεωρείται αναμφισβήτητη ακόμα και σήμερα, είναι εμπνευσμένα ολόκληρα από την ιταλική ποίηση: το ερωτικό ποίημα του Κρητικού Κορνάρου Ερωτόκριτος, έργο του β΄ μισού του 17ου αιώνα,2 μετά η τραγωδία Ερωφίλη του Κρητικού Γεωργίου Χορτάτση, που αποτελεί απομίμηση της Orbecche, τραγωδίας του Giraldi Cintio, με τα ιντερμέδια από την Ελευθρωμένη Ιερουσαλήμ του Tasso3 και, τελικά, το χαριτωμένο ειδύλλιο του Νικολάου Δριμυτινού από την Αποκορώνα Κρήτης, Η εύμορφη βοσκοπούλα.4 Εκείνο τον καιρό που ένα σημαντικό μέρος των ελληνόφωνων περιοχών  –κυρίως τα νησιά και για ορισμένες δεκαετίες επίσης η Πελοπόννησος (Μοριάς) – ήταν υποτελή στους Βενετούς, όπου η ιταλική γλώσσα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής και διαδεδομένη στους μορφωμένους, περισσότερο στους εμπόρους, αλλά και στους αριστοκράτες των νησιών που βρίσκονταν κάτω από την εύνοια των Βενετών, ήταν συνήθεια για όλους που κατά κάποιον τρόπο τους το επέτρεπαν τα μέσα τους να σπουδάζουν σε  ιταλικά πανεπιστήμια, κυρίως σ’ εκείνο της Padua. ΄Όταν αποφοιτούσαν από αυτά τα πανεπιστήμια, επέστρεφαν στην πατρίδα τους κατά το ήμισυ Ιταλοί και κατά το ήμισυ Έλληνες. Ωστόσο, από τον 18ο αιώνα άρχισε να ευρύνεται ο πνευματικός ορίζοντας των Ελλήνων. Στις παραδουνάβιες ηγεμονίες που διοικούνταν από Έλληνες Φαναριώτες και ιδίως σε αυτές που διοικούνταν από τις οικογένειες Μαυροκορδάτου, Υψηλάντη, Μουρούζη και Σούτσου, αναπτύχθηκε ένας νέος τρόπος ζωής, ο  οποίος είχε μεγαλύτερη σχέση με τη γαλλική λογοτεχνία που κυριαρχούσε τότε στην Ευρώπη, παρά με την Ιταλία. Οι Έλληνες σπούδαζαν στο Ιάσιο και στο Βουκουρέστι τα μεγάλα ελληνικά πρότυπα, και προσπαθούσαν να μιμηθούν την κλασική γλώσσα τους με μεγάλη ακρίβεια. Σπούδαζαν εκεί ακόμα και Αρχαία Ελληνικά, κάτω από την καθοδήγηση και κατά τον τρόπο των Γάλλων. Σιγά-σιγά έγιναν μεταφράσεις γαλλικών έργων και νέες δημιουργίες διαποτισμένες από το γαλλικό πνεύμα. Ο πιο σημαντικός ποιητής που αναδείχθηκε από αυτόν τον κύκλο των Φαναριωτών, ο Ιακωβάκης Ρίζος Νερουλός, βρισκόταν εντελώς κάτω από γαλλική επίδραση, όπως άλλωστε αποδεικνύουν ανάμεσα στα άλλα και οι τραγωδίες του. Μεγάλη επίδραση άσκησε η γαλλική λογοτεχνία και στον διακεκριμένο νεοέλληνα ποιητή Αλέξανδρο Σούτσο, ο οποίος πολλές φορές αποκαλεί τον εαυτό του Γιουβεναλιστή στα σατιρικά του ποιήματα, εντούτοις τα έργα του θυμίζουν περισσότερο τον Béranger παρά τον Ρωμαίο ποιητή.  Μερικά από τα σατιρο-πολιτικά του ποιήματα άλλωστε είναι ολοφάνερες απομιμήσεις ποιημάτων του Béranger.

Ξεφεύγει όμως από το θέμα μας η αναφορά – και μάλιστα η επιγραμματική αναφορά – της επίδρασης που άσκησε η αρχαία ελληνική και η γερμανική λογοτεχνία στη νέα ελληνική λογοτεχνία. Τα παραπάνω στοιχεία ήταν απαραίτητα για να κατανοήσουμε καλύτερα τον σχολιασμό διασκευών δραματικών έργων του Σαίξπηρ από νεοέλληνες λογοτέχνες.

Στα τέλη του 18ου αιώνα έπαυσε η κυριαρχία της Βενετίας στα ελληνικά νησιά και την 21η Μαρτίου 1800 συστήθηκε η πρώτη ελληνική κοινότητα της νέας εποχής, η Δημοκρατία των Ιονίων Νήσων. Στην αρχή βρισκόταν υπό την επικυριαρχία της Ρωσίας και μετά της Αγγλίας. Υπό την προστασία των Άγγλων ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα. Ο εξαίρετος Λόρδος Νορθ Γκίλφορντ (Lord North Guilford), ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής παιδείας, έφερε τη λεγόμενη «Ιόνια Ακαδημία» σε μεγάλη άνθηση. Εν τούτοις, η συνήθεια μακροχρόνιας επαφής των Ελλήνων με την ιταλική λογοτεχνία αρχικά συνέχισε να ασκεί την επίδρασή της. Οι ιταλικές παραδόσεις παρέμειναν κυρίαρχες στις λογοτεχνικές και ιδιαίτερα στις ποιητικές δημιουργίες λογοτεχνών του νέου κράτους, ακόμα και κάτω από την κυριαρχία των Άγγλων. Ο μεγαλύτερος σημερινός Έλληνας λυρικός ποιητής, ο Ζακυνθινός κόμης Διονύσιος Σολωμός (γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1798, πέθανε τον Νοέμβριο* του 1857 στην Κέρκυρα) απέκτησε τη μόρφωσή του, κατά πατροπαράδοτο τρόπο, αρχικά από τον αβά Santo Rossi και μετά στην Κρεμόνα και την Παβία5 και επιχείρησε τις πρώτες ποιητικές του δημιουργίες στην ιταλική γλώσσα,6 μετά,  βέβαια, μέσα στην πίεση και στην ορμή, στον ενθουσιασμό του απελευθερωτικού αγώνα, τον οποίο παρακολουθούσε η υπό σίγουρη προστασία Δημοκρατία του νησιού με όλο και μεγαλύτερη αγωνία και φοβισμένη ελπίδα, ξύπνησε μέσα του η επιθυμία να γράψει στην όμορφη μητρική γλώσσα και έτσι, τον Μάιο του 1823 έγραψε τον περίφημο «Ύμνο εις την Ελευθερίαν». Το ποίημα αυτό δημοσιεύθηκε το 1825 μεταφρασμένο στα γαλλικά, από τον Stanislas Julien, ως προσθήκη στο βιβλίο Chants populaires de la Gréce moderne, II, σ. 437-488 του Fauriel. Στις 19 Απριλίου 1824 ο λόρδος Μπάιρον επισφράγισε με τον θάνατό του την αγάπη του για την Ελλάδα.  Στην τρίτη σημείωση του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» ο Σολωμός είχε γράψει το εξής: «Ο Λόρδ Μπάιρον, εις την τρίτην ωδήν του Don Juan, παρασταίνει ένα ποιητήν Έλληνα, οπού, απελπισμένος και παραπονεμένος δια την σκλαβιάν της πατρίδος του, έχει εμπρός του ένα κρασοπότηρον και κοντά εις άλλα λέγει και τα ακόλουθα λόγια:

Μες στον ίσκιο χορεύουν οι κοπέλες μας πάλι·
σαν τα μαύρα τους μάτια δεν είδ’ άλλα η φύση,
μα σα βλέπω τη νιότη και τ’ αφράτα τους κάλλη,
το δικό μου το μάτι το θολώνει μια στάλα,
που για σκλάβους το θένε των βυζιών τους το γάλα!**

»… Επέρασε ένας χρόνος αφού εγράφθηκε τούτος ο ύμνος· ολοένα ο ποιητής ετοιμάζει ένα ποίημα για τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον». Στα Ευρισκόμενα του ποιητή υπάρχει στις σελίδες 43–76 ένα Ποίημα λυρικό εις το θάνατο του Λορδ Μπάϊρον.7 Με αυτό θεωρήθηκε δεδομένη η σχέση με την αγγλική λογοτεχνία. Στις σημειώσεις στο ποίημά του ο Σολωμός φαίνεται εξοικειωμένος με τα έργα των Άγγλων, ιδίως με του Μίλτον, κι έτσι δεν θα έπρεπε να μας δημιουργεί έκπληξη το γεγονός ότι ακριβώς αυτός επιχείρησε την πρώτη διασκευή της ποίησης του Σαίξπηρ στη νεοελληνική γλώσσα.

Ο Σολωμός έγραφε τα έργα του πάντοτε στη διάλεκτο της πατρίδας του και γενικά εξέφραζε την αντίθεσή του απέναντι στην επιτηδευμένη καθαρεύουσα, η οποία υπερέχει, μετά τον θάνατο του επάξιου Αδαμαντίου Κοραή, στη σημερινή λογοτεχνία. Σε έναν διάλογο μεταξύ του ποιητή, ενός φίλου του και ενός Σοφολογιωτάτου (Ευρισκόμενα, σσ. νς΄-οη΄) ο Σολωμός αναλύει τις απόψεις του και εκφράζει την αντίθεσή του απέναντι σε αυτή τη νέα – αρχαία γλώσσα, η οποία δεν είναι ούτε σύγχρονη ούτε αρχαία, αλλά ένα τεχνητό προϊόν χωρίς ζωή: «Οι δικοί μας σοφολογιώτατοι» λέει (σελ. νβ΄) «θέλουν να γράφουμε μία γλώσσα, η οποία μήτε ομιλιέται, μήτε άλλες φορές ομιλήθηκε, μήτε θέλει ποτέ ομιληθεί». Ο συνομιλητής, ο σοφολογιώτατος, τοποθετείται διαφορετικά στο θέμα (ξβ΄): «Πρέπει να ανατρέξουμε στους σχηματισμούς των αρχαίων ελληνικών λέξεων, από αυτούς να συγκρατήσουμε όσους μπορούμε, και μαζί με ορισμένους δικούς μας που δεν υπήρχαν στις αρχαίες ελληνικές λέξεις να τους επαναφέρουμε σε μια αρχαΐζουσα  μορφή» και (ξδ΄): «Με αυτά δεν ισχυρίζομαι σε καμία περίπτωση ότι πρέπει να γράφουμε καθαρά Αρχαία Ελληνικά, ακόμα και αν το επιθυμούμε ότι μπορούν να ξαναζωντανέψουν». Το παράλογο αυτής της άποψης προσπαθεί ο ποιητής να τονίσει μέσα από το παράδειγμα της ιταλικής γλώσσας, η οποία επίσης καταφέρεται εναντίον των ανοήτων προσπαθειών επαναφοράς των νέων σχηματισμών της σε αυτούς των αρχαίων Λατινικών, από τα οποία άλλωστε προήλθε. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον στίχο του Dante  «Nel mezzo del cammin di nostra vita»: Κατά τη μέθοδο που προτεινόταν από τους σοφολογιώτατους, ο Dante θα έπρεπε να γράψει: In medio cammini nostrae vitae! Ο Σολωμός στηρίζεται στο παράδειγμα των προκατόχων του αναφορικά με τη νεοελληνική ποίηση, στον λυρικό ποιητή Χριστόπουλο και στη Βοσκοπούλα, όπου υπάρχουν πάρα πολλές αποδείξεις για την αποτελεσματικότητα της δημοτικής  στην ποίηση. Ο Σολωμός και έμεινε πιστός στη γνήσια γλώσσα της πατρίδας του και η άποψή του είναι αυτή που κατά πάσαν πιθανότητα θα επικρατήσει στην ποίηση –αν και εν μέρει έχει ήδη επικρατήσει. Ο Σολωμός διασκεύασε το «Τραγούδι της ιτιάς» της Δεσδεμόνας. Παραθέτουμε εδώ τις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος και ορισμένα σχόλια πάνω στη γλώσσα και τη θέση της απέναντι στη γλώσσα των λογίων.

Η αθλία ψυχή καθήμενη
σε χόρτο, σε λουλούδι,
με μια φωνή νεκρώσιμη
αρχίναε το τραγούδι·
«Ελάτε, τραγουδήσετε
την πράσινην ετιά.»
Ακίνητο το χέρι της
εις την καρδιά βαστάει,
την κεφαλή στα γόνατα
τ’ αδύνατα ακουμπάει,
κι ο ρύαξ ’κει στα πόδια της
εφλοίσβιζε τερπνά,
«Όλοι, όλοι τραγουδήσετε
Ετιά, ετιά, ετιά».

_________________
*   Το σωστό είναι “Φεβρουαρίου” (Σημ. του Μτφ.)
** Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη (Σημ. του Μτφ.)

Είναι φανερό ότι ο Σολωμός παρουσιάζει μεγαλύτερη συνάφεια με τον Σαίξπηρ απ’ ό,τι με τα τραγούδια του Percy (Reliques, τομ. Ι, σσ. 194-197, έκδοση του 1775). Η κυριότερη διαφορά μεταξύ των έργων του Σαίξπηρ και του Percy είναι ότι στον Σαίξπηρ το τραγούδι λέγεται από μια κοπέλα: (her hand on her bosom = το χέρι της στο στήθος της), ενώ στον Percy από έναν άντρα: (his hand on his bosom = το χέρι του στο στήθος του). Είναι θεμιτό να συγκρίνει τα λόγια

I called my love false love; but what said he then?
Sing willow, willow, willow –
If I court moe women, you’ll couch with moe men

με τη μεταφορά τους. Από αυτά νά τι έκανε ο Σολωμός:

Μια μέρα εγώ του κλαύθηκα
πως πέφτει σ’ άλλα στήθη,
κι εμένα μ’ απαράτησε
κ’ εκείνος μ’ αποκρίθη
«μιμήσου με κι αγάπησε
άλλη κ’ εσύ αγκαλιά,»
τί ν’ αγαπήσω η δύστυχη,
πάρεξ θανάτου ετιά;

Το τέλος του ποιήματος είναι γραμμένο από τον Σολωμό αυτούσια:

«Δεν θέλω να μου βάλουνε
εις το στερνό κλινάρι
μυρτιές, ούτε τριαντάφυλλα,
πάρεξ ετιάς κλωνάρι
κι απάνου από το μνήμα μου
άλλη δεν θέλω ισκιά·
όλοι, όλοι τραγουδήσετε
την πράσινην ετιά».

Ο πιο πρόσφατος Έλληνας μεταφραστής του Οθέλλου, ο Δημήτριος Βικέλας, χρησιμοποίησε στη μετάφρασή του, απαράλλακτους τους στίχους του Σολωμού, που είναι ακριβής μετάφραση των λέξεων του Σαίξπηρ, προσθέτοντας το σχόλιο: «Δια της μεταφράσεώς του ο μέγας της Ζακύνθου ποιητής έδωκε δια παντός την Ελληνικήν αυτού μορφήν εις το άσμα της Δυσδαιμόνας».

Η γλώσσα στην οποία έγραψε ο Σολωμός τα ποιήματά του και η διασκευή αυτή του «Τραγουδιού της ιτιάς» διαφέρει από την καθιερωμένη γραφόμενη γλώσσα του έθνους, τη γραπτή ελληνική, όπως
ήδη είπαμε, σχεδόν όπως διαφέρουν τα Γερμανικά τού Hebel (Alemanisch) από την υψηλή γερμανική μας γλώσσα (Hochdeutsch). Στη σωστά γραφόμενη γλώσσα δεν υπάρχουν τονισμοί όπως καθήμενη, νεκρώσιμη (αντί για τα σωστά καθημένη, νεκρωσίμη). Λέξεις όπως, ακουμπάει (λατινικά, accumbere) αποφεύγονται. Τύποι

όπως, βαστάει, αρχινάει, θεωρούνται σολοικισμοί, ενώ αν τολμούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τις λέξεις λουλούδι, τραγούδι, αντί για τις σωστές –σύμφωνα με την καθαρεύουσα– άνθος και άσμα, θα τις επανέφερε σε κάθε περίπτωση στην πληρέστερη μορφή λουλούδιον, τραγούδιον. Από την άλλη μεριά όμως, η δημοτική γλώσσα διαθέτει έναν πλούτο πλαστών εκφράσεων, οι οποίες βγαίνουν κατευθείαν από την καρδιά και απευθύνονται στην καρδιά. Ακριβώς λοιπόν, επειδή είναι περισσότερο εύπλαστη, είναι και πολύ πιο κατάλληλη, όταν χρησιμοποιείται για ποιητικούς σκοπούς από την τυπική και σχολαστικά γραφόμενη γλώσσα των λογίων, η οποία χαρακτηρίζεται –κατά γενική παραδοχή– από γραμματική ακρίβεια και λογική σαφήνεια. Και αν λοιπόν υπάρχουν λίγες ελπίδες να ξαναχρησιμοποιηθεί η δημοτική γλώσσα στην πεζογραφία, χρησιμοποιούν τώρα τελευταία όλο και περισσότεροι ποιητές τη γλώσσα αυτή –τη λαϊκή– και κατά κύριο λόγο, ο διακεκριμένος ποιητής της εποχής, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης.8
Τη γλώσσα του τη χαρακτήρισε επίσημα η Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών ως «ηδυεπή και εθνικωτάτη γλώσσα». Ο Βαλαωρίτης, ωστόσο, εκπροσωπεί μόνο σε γενικές γραμμές τις απόψεις του Σολωμού, ακόμα κι αν μερικές φορές φαίνεται να το παρακάνει, χρησιμοποιώντας καθαρώς τοπικές εκφράσεις, οι οποίες είναι ακατανόητες για πολλούς αναγνώστες.

Ακριβώς μετά τον Σολωμό ακολουθεί

η πρώτη ολοκληρωμένη μετάφραση ενός σαιξπηρικού δράματος στα Νέα Ελληνικά, η πεζή μετάφραση της Τρικυμίας από τον Ιάκωβο Πολυλά, τον οποίο συναντήσαμε ήδη ως εκδότη των Ευρισκομένων και της βιογραφίας του Σολωμού.9 Ο πλήρης τίτλος της μετάφρασης είναι: Η Τρικυμία, δράμα Ουϊλιέλμου Σέικσπηρ. Μετάφρασις Ι. Πολιλλά, Κερκυραίου. Κερκύρα, Τυπογραφείον Σχερία, 1855 (σχήμα 8ο, σσ. 94 και επί πλέον 10 ξεχωριστά αριθμημένες σελίδες, στο τέλος, με τη «Μελέτη εις την ‘Τρικυμία’»). Ο μεταφραστής έχει επίγνωση των «πολλών ελαττωμάτων» του έργου του, ελπίζει όμως ότι οι συμπατριώτες του θα τον ευγνωμονούν, επειδή τους αποκάλυψε αυτόν τον «πολύτιμο θησαυρό» και το έργο του, πίστευε, ότι θα ήταν αρκετό προς το παρόν, μέχρι να δημοσιεύσει κάποιος άλλος μια καλύτερη μετάφραση.

Κατά την άποψή μας, η Τρικυμία του κυρίου Πολυλά είναι μια πολύ αξιόλογη και επάξια εργασία και, πρέπει να παραδεχτούμε, μια σημαντική επιτυχία, από τη στιγμή που κατάφερε να αποδώσει ένα ποίημα σε πεζό και ιδίως το συγκεκριμένο μαγικό παραμύθι που είναι διαποτισμένο από πλούσιο ποιητικό πνεύμα. Η ατέλεια του πεζού κειμένου, σε σχέση με το ποίημα, φαίνεται κυρίως στις σκηνές στις οποίες εμφανίζεται ο Άριελ. Για να μεταγγίσουν όμως το σμάλτο ενός τόσο πολύτιμου κοσμήματος –όπως είναι η έκφραση τού ‘Where the bee sucks,  there suck I’ σε μία ξένη γλώσσα, απαιτείται ένα ιδιαίτερο ποιητικό ταλέντο. Καλύτερα έχει αποδοθεί ο περίφημος αποχαιρετιστήριος λόγος του Πρόσπερου ‘Ye elves of hills, brooks, standing lakes and groves’, αν και μας φαίνεται παράξενο το ότι η έκφραση ‘ye elves of hills’ μεταφράστηκε ως «ίσκιοι του βουνού». Εξάλλου φαίνεται ίσως στα παρακάτω παραδείγματα, κατά πόσο μπορεί να συμμορφωθεί ο ελληνικός τρόπος έκφρασης με τον αγγλικό, ο οποίος βέβαια είναι πολύ σαφής εδώ: ‘printless foot’ – «αγνώριστη ποδοβολή», ‘demi-puppets’ – «πνευματούδια», ‘green sour ringlets’ –«πικροπράσινους κύκλους», ‘the solemn curfew’– «το σήμαντρο το σοβαρό της εσπέρας», ‘strong-based promontory’ – «το στερεοθεμέλιωτο βουνό» κτλ.

Παραθέτουμε παρακάτω το συμπέρασμα της Μελέτης, όπου αναλύεται η πλοκή του δράματος και ο σκοπός κάθε φορά του μεγάλου ποιητή μέσα από μία λογική και σεβαστή, θα λέγαμε, παρουσίαση. «Ποτέ ίσως η ποίησις δεν έπλασε έναν χαρακτήρα τόσο βαθύν και υψηλόν, όσον είναι εκείνος του Πρόσπερου: εις την ψυχήν του δεν κοιμούνται, αλλά μάλιστα ευρίσκονται εις όλην την ενέργειάν τους τ’ ανθρώπινα πάθη, αυτά υποτάσσονται όλα εις τον λόγον, και από τούτον τον θρίαμβον του λόγου πηγάζει μία πράξις, η οποία μετέχει της θείας δυνάμεως και μακροθυμίας. Το ύψος τούτου του υποκειμένου μετριέται καλήτερα με την παράθεση των άλλων ατόμων, –της Μιράντας, του Φερδινάνδου, του Γονζάλου, και του Αλόνζου– εις τα οποία υπάρχει, πλέον ή ολιγότερον, η ηθική ευγένεια, αλλά δεν έφθασαν εις την τέλειαν ηθικήν ελευθερία· και με την δυνατήν αντίθεσιν, η οποία φαίνεται, εις τον Αντώνιο και Σεβαστιάνο, των οποίων, η φιλαυτία έσβησε και άλλο αίσθημα, και απολίθωσε την καρδία, –και εις τον Κάλιμπαν, εις τον οποίον λείπει διόλου η ηθική Ελευθερία, και κυριεύει η τυφλή ανάγκη της φύσεως· Με τέτοιον τρόπον η διάφοραις μορφαίς, οπού φαίνονται εις το δράμα, εάν και κάποιαις είναι άδεταις με την εξωτερική του οικονομία, συντρέχουνε όλαις να διαφωτίσουνε την μεγάλη μορφή, που εξέχει, και εις την οποίαν, ο ΣΕΪΚΣΠΗΡ έδωσεν τον τύπον της ανθρωπίνης τελειότητος». Με την εργασία του Πολυλά ξύπνησε, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, το ενδιαφέρον του ελληνικού κοινού για τον Σαίξπηρ, τουλάχιστον από τότε άρχισαν να διαδέχονται οι μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ η μία την άλλη. Είναι βέβαια αυτονόητο ότι οι μεταφράσεις αυτές δεν περιορίστηκαν στη μεταφορά του αγγλικού κειμένου σε πεζό και στα ελληνικά ιδιώματα των νησιών. Στις μεταφράσεις των έργων του Σαίξπηρ –όπως στις διάφορες φάσεις της ελληνικής λογοτεχνίας– θα συναντήσουμε τον αποπροσανατολισμό, που πλήττει δυστυχώς τα πιο σημαντικά μέσα της λογοτεχνίας, τη γλώσσα και το ύφος, και κατά συνέπεια τη σημερινή ελληνική λογοτεχνία.

Στην Εφημερίδα των Βιβλιοφίλων, η οποία εκδιδόταν από τον βιβλιοπώλη των Αθηνών Ν. Β. Νάκη, και που δυστυχώς σταμάτησε με το δέκατο έκτο τεύχος της κυκλοφορίας της, υπάρχουν στη σελίδα 50 δύο μεταφράσεις από το 1858 κάτω από τον τίτλο «Σαίξπηρ».

  1. Ιούλιος Καίσαρ, τραγωδία εις πέντε πράξεις του ποιητού Σαικσπήρου, εκ του αγγλικού κειμένου εις την ελληνικήν μεταγλωττισθείσα υπό Νικολάου Κ. Ιωννίδου. Αθήνησι, 1858, σσ 124, 8ο.
  2. Αμλέτος, βασιλόπαις της Δανίας, τραγωδία του Άγγλου Σαιξπήρου, ενστίχως μεταφρασθείσα υπό Ιωάννου Η. Περβανόγλου. Εν Αθήναις 1858. σσ. 254, σχ. 8ο10

Η μετάφραση του Ιουλίου Καίσαρα από τον Ιωννίδη δεν έφτασε σε μάς κι έτσι δεν είμαστε σε θέση να πούμε αν ήταν πεζή ή έμμετρη και ποια κατεύθυνση ακολουθούσε. Έχουμε όμως την καλοτυπωμένη μετάφραση του Άμλετ από τον Περβάνογλου και μπορούμε να αναφερθούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια σ’ αυτή. Η σημερινή ελληνική ποίηση, που βασίζεται αποκλειστικά στον τονισμό των συλλαβών και είναι τελείως ανεξάρτητη από την αρχαία προσωδία, κινείται κυρίως στα πλαίσια του ιαμβικού και του τροχαϊκού μέτρου. Από τους ιαμβικούς στίχους ο πιο συνηθισμένος είναι ο λεγόμενος «στίχος πολιτικός» (αυτός που είναι οικείος σε όλους τους πολίτες) και γι’ αυτό μπορούμε να τον θεωρήσουμε σήμερα ως το εθνικό μέτρο της Ελλάδας. Μπορεί κανείς, λόγου χάρη, να διαπιστώσει ότι τα περισσότερα δημοτικά ποιήματα που περιλαμβάνονται στη γνωστή συλλογή ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Passow είναι γραμμένα σε αυτό το μέτρο.

Ως ήδ | ομαι | και τέρπ | ομαι || και βού | λομαι | χορεύσας
A captain bold of Halifax whο liv’d in county quarters.

Ενώ λοιπόν η κανονική μορφή αυτού του μέτρου έχει έναν μονότονο τονισμό και δίνει την εντύπωση πραγματικού μέτρου των θρηνητικών τραγουδιών του 17ου αιώνα, το μέτρο αυτό αποκτά ζωντάνια μέσα από την ποιητική άδεια που παραχωρεί η γλώσσα, ώστε γίνεται ένα ενεργό μέσο μεταφοράς ποιητικών νοημάτων. Η ποιητική άδεια επενεργεί στη μορφή του μέτρου βασικά στον τέταρτο μετρικό πόδα και στην κατάληξη του στίχου, όπου ο τονισμός πέφτει κανονικά. Σε όλες τις υπόλοιπες θέσεις του μέτρου υπάρχει απόλυτη ελευθερία. Έτσι αρχίζει με αρκετή ζωντάνια ένα παλιό τραγούδι αναφερόμενο στην πτώση της Κωνσταντινούπολης:

Πήραν την Πόλιν, πήραν την, πήραν την Σαλονίκην

Στο τροχαϊκό μέτρο υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία, καθώς το μέγεθος των στίχων δεν είναι σταθερό. Με τις επιτυχείς προσπάθειες δημοφιλών ποιητών, καθιερώθηκαν διάφοροι ιαμβικοί και τροχαϊκοί στίχοι στη λογοτεχνία. Κατά κύριο λόγο ο Ρήγας με τον στίχο «Ως πότε παλικάρια να ζώμεν ’ς τα στενά», μετά ο Χριστόπουλος με τις χαριτωμένες ερωτοτροπίες μέσα στα Ανακρεοντικά και, τέλος, όλη η σειρά των συγχρόνων ποιητών – κυρίως οι αδελφοί Σούτσοι, ο Ραγκαβής, ο Ζαλοκώστας και ο Βαλαωρίτης– συνέβαλαν και με αυτόν τον τρόπο στην παραπέρα εξέλιξη της γλώσσας.11 Επιπλέον την αποκατέστησαν, γιατί παράλληλα με τις προσπάθειες της ίδιας της φύσης της γλώσσας, υπάρχει και μια αρρωστημένη σχολαστική γλώσσα, η γλώσσα των λογίων, η οποία προσπαθεί να επαναφέρει με βίαιο τρόπο στο σύστημα της αρχαίας μετρικής τη νέα γλώσσα, που σε αντίθεση με τη γλώσσα των λογίων μεταβάλλεται μέσα στα πλαίσια του σύγχρονου πνεύματος. Ο αρχηγός αυτής της κατεύθυνσης είναι ο άλλοτε τόσο άξιος Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής.12 Σε ένα δοκίμιο για τη σύγχρονη και την αρχαία προσωδία,13 το οποίο είχε τυπωθεί ως παράρτημα στα  Διάφορα ποιήματα (Αθήνα, 1837), ο συγγραφέας κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με βάση το δεδομένο (δηλαδή με τη διατήρηση του τονισμού των συλλαβών) και κυρίως μέσω της προσεκτικής μελέτης του αρχαίου μέτρου που συναντούμε στα αρχαία κείμενα, θα μπορούσαμε να αποδεσμευθούμε από την πίεση της ομοιοκαταληξίας και να χρησιμοποιήσουμε τα αρχαία μέτρα σε μια καινούργια μορφή. Προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση έγιναν τόσο από τον ίδιο τον Ραγκαβή όσο και από άλλους λογοτέχνες.14 Στην τραγωδία του Φροσύνη, που τυπώθηκε στην παραπάνω αναφερόμενη συλλογή του Διάφορα ποιήματα, (στη σελ. 81 και εξής) αφήνει στον  Μελέτιο την από υφολογική άποψη παρεμπιπτόντως πολύ αποτελεσματική περιγραφή του λουτρού αίματος στο Γαρδίκι με τονισμένα εξάμετρα. Για έναν αναγνώστη, ο οποίος έχει εξοικειωθεί με την αρχαία προσωδία, οι στίχοι αυτοί ηχούν πραγματικά φρικτοί στα αυτιά του, ενώ για τον Νεοέλληνα πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για ένα αιώνιο βουητό από πέταλα αλόγου: ένας συνεχής μονότονος ήχος δακτυλογράφησης, γιατί σπονδείοι σίγουρα δεν υπάρχουν στη σημερινή γλώσσα.15

Ο Ραγκαβής μιμήθηκε όμως και τον ανομοιοκατάληκτο στίχο του αγγλικού και του γερμανικού δράματος. Έγραψε, λόγου χάρη, την Αριστοφανική κωμωδία  Του Κουτρούλη ο γάμος, που έγινε γνωστή στον γερμανικό λαό από την εξαίρετη μετάφραση του Sander, σε πεντασύλλαβο ιαμβικό μέτρο. Στο ίδιο μέτρο έγραψε ο Ραγκαβής το σατιρικό δράμα Διός επίσκεψις, την τραγωδία Δούκας, την κωμωδία Ο μνηστήρ της Αρχοντούλας και άλλα έργα, καθώς επίσης μεταφράσεις αρχαίων δραμάτων, όπως: Αντιγόνη, Νεφέλαι, Ειρήνη και Όρνιθες, ενώ το 1837 μετέγραψε την πρώτη πράξη του έργου Φοίνισσες του Ευριπίδη σε ομοιοκατάληκτους πολιτικούς στίχους. Στο δράμα Η παραμονή χρησιμοποιείται όμως ο πολιτικός στίχος χωρίς ομοιοκαταληξία. Τη νέα κατεύθυνση του Ραγκαβή ακολούθησε λοιπόν ο Περβάνογλου στον  Άμλετ και μετέφρασε σε πεζό λόγο μόνο τα μέρη εκείνα του πρωτοτύπου που ήταν επίσης γραμμένα σε πεζό. Η γλώσσα είναι αυτή που ονομάζουν οι σημερινοί Έλληνες καθαρεύουσα. Η μεγαλύτερή του υπερηφάνεια είναι ότι αυτό που μπορεί να γράψει κανείς, είναι ό,τι καταφέρνει ο καθένας, ανάλογα με το βαθμό της μόρφωσής του. Μόνο η σκηνή της ταφής των νεκρών έχει μεταφραστεί έντεχνα στην εκλαϊκευμένη δημοτική. Αυτή τη σκηνή θα θέλαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως το λαμπρότερο σημείο του έργου του Περβάνογλου. Η αντίθεση μεταξύ της ευγενικής γλώσσας του Άμλετ και των λόγων του νεκροθάφτη, στην εκλαϊκευμένη δημοτική, είναι ιδιαίτερα ενεργός. Ο Περβάνογλου χρησιμοποίησε μία φορά και τον ομοιοκατάληκτο πολιτικό στίχο για να αποδώσει ένα  αποφθεγματικό απόσπασμα, ομοιοκατάληκτο, στο πρωτότυπο. (V, I, 235 κεξ.)

Imperious Caesar, dead and turn’d to clay,
Might stop a hole to keep the wind away;
O, that that earth, which kept the world in awe,
Should patch a wall to expel the winter’s flaw!

Ο Καίσαρ μετά θάνατον εις χώμα μετεβλήθη
κ’ εις έμφραξιν μικράς οπής κατάλληλος εκρίθη·
το χώμα το την γην ποτέ φοβίσαν την μεγάλην
τοίχον απλούν εξασφαλεί από ανεμοζάλην!

Σε τέτοιου είδους σημεία γίνεται φανερό ότι ο μεταφραστής θα μπορούσε να είχε προσπαθήσει να αποδώσει το κείμενο εντελώς διαφορετικά και, κατά την άποψη μας, πολύ καλύτερα, αν δεν ήταν εναντίον των προτερημάτων της φυσικής, δημοτικής γλώσσας και του φυσικού της μέτρου, προτιμώντας ένα επί τούτω τεχνητό, άψυχο μέτρο των στίχων. Φυσικά, θεωρεί τον πολιτικό στίχο ήδη ένα «σημείο που το έχει ξεπεράσει», όταν μεταφράζει σκοπίμως ακόμα και τους αρχαίους ξύλινους και ομοιοκατάληκτους στίχους, όπως αυτοί απαντώνται στο «έργο εντός του έργου» (ΙΙΙ, 2, στίχοι 165 κεξ.) του Σαίξπηρ με πολιτικούς στίχους. Τριακοντάκις ήλασε περί τον μέγαν θόλον

του ουρανού το άρμα του ο φαεινός Απόλλων,
και δωδεκάκις είδομεν τριάκοντα σελήνας
περιζωνούσας με ψευδείς την σφαίαραν μας ακτίνας κτλ.
Διερωτάται πάντως κανείς, αν ένας σημερινός Έλληνας μπορεί πράγματι να καταλάβει τους ιάμβους του

κυρίου Περβάνογλου – όπως και του Ραγκαβή – ως ποίηση. Ας κρίνει κανείς με βάση την αρχή του μονολόγου

To be or not to be:

Είναι ή μη, νυν τούτ’ εστί το ζήτημα,
πότερον τω ανθρώπω ευγενέστερον
οργίλου Μοίρας υποφέρειν τας δεινάς
σφενδόνας και τα βέλη, ή οπλίζεσθαι
κατά ωκεανού δεινών, και κατ’ αυτών
εαυτόν αντιπαρατάττων τελευτάν;
θνήσκειν –καθεύδειν– περαιτέρω δε ουδέν
γνωρίζειν πώς ο ύπνος ούτος της ψυχής
την θλίψιν κατευνάζει και τας συμφοράς,
του σώματος ημών το κληροδότημα.

Ο καθένας με κλασική μόρφωση θα μπορεί να κατανοήσει τη γλώσσα αυτή και να νιώθει συνάμα πως, μολονότι όλοι οι τύποι είναι από γραμματική άποψη αρχαιοελληνικοί, εντούτοις το σύνολο δεν μπορεί να είναι Ελληνικά – «του λείπει η ψυχή», όπως λέει ο Μπάυρον! Προστίθεται δε από αρχαιοελληνική άποψη ένα μεγάλο λάθος. Στον  6ο στίχο έπρεπε το απαρέμφατο να συντάσσεται με αντιπαρατάττοντα ή, με έλξη, αντιπαρατάττοντι. Τι δυσκολίες όμως θα παρουσιαστούν, αν εξετάσει κανείς το θέμα από νεοελληνική άποψη! Στη σημερινή γλώσσα δεν υπάρχει απαρέμφατο, ούτε δοτική, έτσι θα λέγαμε φερειπείν: πότερον είναι (γιατί δεν υπάρχει το εστί, παρά τα όσα λέει ο Περβάνογλου), ευγενέστερον να υποφέρη ο άνθρωπος τας σφενδόνας – ή να οπλίζηται (όπου πρέπει όμως να παρατηρηθεί ότι η λέξη οπλίζομαι ανήκει απλά στο ανώτερο ύφος, στην καθομιλουμένη θα προτιμούσαμε το αρματώνομαι). Σ’ αυτούς τους γραμματικούς αρχαϊσμούς προστίθενται και οι λεξικολογικοί· τα δεινάς και δεινών είναι περισσότερο αττικά παρά νεοελληνικά, θα λέγαμε τρομεράς και φοβερισμών ή δυστυχημάτων. Ας παρατηρηθεί επίσης ότι η φράση against α sea of troubles δεν μεταφράζεται ακριβώς με τη φράση κατά ωκεανού δεινών· γιατί αυτό κατανοείται περισσότερο ως «εναντίον των δεινών του ωκεανού» παρά ως «εναντίον ενός ωκεανού από δεινά». Αντί για την παραπάνω μετάφραση, μια πιο ελεύθερη θα ήταν ενδεδειγμένη: «Κατά μεγάλου πλήθους κακών» ή κάτι παρόμοιο. Παρακάτω το «ουδέν» δεν είναι νεοελληνική λέξη, θα έπρεπε να γράψει: «τίποτε», «καθεύδειν» σημαίνει σήμερα κοιμώμαι, τη λέξη «θνήσκειν» δεν τη χρησιμοποιεί πλέον ο αττικιστής, αλλά λέει αποθνήσκειν. Για ποιο λόγο όμως να παρουσιάσουμε και άλλα παραδείγματα; Μπορεί κανείς να δει ακόμη, ότι σε αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το προϊόν ενός σοφολογιωτάτου, ο οποίος διαμορφώνει τον κόσμο και τη γλώσσα όπως θέλει στο μελετητήριό του. Τουλάχιστον θα περιμέναμε να είχε μεταφράσει σωστά όλες τις φράσεις. Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι. Η αναφώνηση του Άμλετ: Angels and ministers of grace defend us! (Ι, 4.39) μεταφράζεται, λόγου χάρη, κατά
αξιοσημείωτο τρόπο: «Άγγελος του Θεού νυν έστι μεθ’ ημών».

Το παράδειγμα του κ. Περβάνογλου δεν φαίνεται να το έχουν ακολουθήσει άλλοι. Τουλάχιστον η επόμενη προσπάθεια μετάφρασης μιας σαιξπηρικής τραγωδίας είναι σε πεζό λόγο. Ο τίτλος της είναι ο εξής: Σαιξπήρου Τραγωδίαι. Ο Μακβέθ, τραγωδία εις πράξεις πέντε, μεταφρασθείσα υπό Ν. Ι. Κ , η προσετέθη και η βιογραφία του ποιητού. Εν Αθήναις, 1862. σσ. ις΄ + 88, σχ.  8ο. Από τη μία είναι μια καλοπροαίρετη εργασία αλλά τόσο στην εισαγωγή όσο και στη μετάφραση παρουσιάζει πνευματική ανωριμότητα. Πιθανότατα γράφτηκε από έναν νεαρό, ο οποίος είχε τις καλύτερες προθέσεις και στον οποίο ταιριάζει μόνο το «ut desint vires». Ένας Έλληνας που θέλει να διαβάσει το πρωτότυπο κείμενο χωρίς λεξικό μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιήσει αυτή τη μετάφραση ως βοήθημα. Άλλον σκοπό δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε γι’ αυτή την έκδοση. Το πρώτο ελληνικό δοκίμιο για ένα δράμα του Σαίξπηρ εμφανίστηκε το 1870 με τον ακόλουθο τίτλο: Σαικσπήρου, Ο Βασιλεύς Ληρ, μελέτη Σ. Ν. Βασιλειάδη, δικηγόρου. Εν Αθήναις, Σύλλογος Ευαγγελισμός, σσ. 30, σχ. 8ο.

Ο συγγραφέας αυτού του δοκιμίου, που έχει πεθάνει, ήταν σίγουρα ένας άνθρωπος με πολλές ποιητικές και πνευματικές ικανότητες. Από τον πρώτο τόμο του Αττικαί νύκτες (Αθήνα, 1873), μαθαίνουμε ότι ο Βασιλειάδης είχε συγγράψει, εκτός από τα έργα που έχουν φτάσει σ’ εμάς, μια συλλογή ποιημάτων υπό τον τίτλο Εικόνες και κύματα (1866) και αργότερα, το 1869, δύο δράματα αποτελούμενα από πέντε πράξεις, Καλλέργαι και Λουκάς Νοταράς. Στον κάπως διάχυτο πρόλογο των έξι πεζών, μικροτέρων σε έκταση δραμάτων που περιέχονται στο Αττικαί νύκτες παρουσίαζε τον εαυτό του ως έναν δικηγόρο που δεν τον αφήνει σε ησυχία η ποίηση και ο οποίος αναγκαζόταν πολύ συχνά να καθαρίζει το γραφείο του από προσχέδια δραμάτων. Επίσης εκφράζει την κάπως μελαγχολική άποψη: «Η βιβλιοθήκη της ελαφράς φιλολογίας στην Ελλάδα στοιχειώνεται ακριβώς από το υλικό που πετάμε εμείς στα σκουπίδια». Ευτυχώς όμως δεν συμβαίνει το ίδιο με αυτόν και λογοτέχνες όπως ο Σούτσος, ο Βαλαωρίτης κ.ά. έχουν αποδείξει ότι και αυτοί έχουν αφιερώσει τη ζωή τους στην ελαφρά φιλολογία. Ο Βασιλειάδης όμως υπερασπίζεται γενικά την αντίθετη θέση και τα βλέπει όλα απαισιόδοξα. Ο πρόλογός του κλείνει χαρακτηριστικά:

«Μεθ’ όλα όμως ταύτα, είτε σπουδαία είτε παίζοντα, εάν εν τέλει γελάς, ως και εγώ, τον γέλωτα του απαγχονιζομένου, βλέπων με γράφοντα δράματα και αισθητικάς περί θεάτρου μελέτας, σήμερον, εν Αθήναις, όπου ο κράτιστος ηγέτης του έθνους εννοεί μόνον το Vaudeville, όπου υπουργοί της παιδείας είνε άνθρωποι συνήθως αγνοούντες αν εν Αθήναις υπήρξέ ποτε Αισχύλος, όπου κτλ., κτλ., εν τούτοις πίστευσον ότι εισί τινες οι πιστεύοντες εις το δόγμα της πίστεως, δηλονότι οι προσδοκώντες ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος.»

Ο Βασιλειάδης μιλάει για τον Σαίξπηρ με ύψιστο σεβασμό. Σε κάποιο σημείο στο έργο Αττικαί νύκτες (Ι, 39) γράφει: «Ο αληθώς δαιμόνιος ποιητής Σαιξπήρος».  Σε  ένα από τα  δράματά του, τη Γαλάτεια, έχει χρησιμοποιήσει ένα μοτίβο από τον Οθέλλο του Σαίξπηρ: Όπως η Δεσδεμόνα αγάπησε τον Οθέλλο, κατά τον ίδιο τρόπο κέρδισε ο Ρόνιος την αγάπη της Γαλάτειας.

Στη μελέτη του για τον Ληρ ο συγγραφέας αναπτύσσει με κάπως στομφώδη γλώσσα, τις απόψεις του για τον χαρακτήρα του βασιλιά, αναφερόμενος φυσικά και σε άλλα πρόσωπα του δράματος. Γράφει ο συγγραφέας (σελ. 2): «… Εν ω δε προ ολίγου έτι χρόνου απηυχήθην μετά πολλού του σθένους και από πεφωτισμένης ίσως πεποιθήσεως, πάσαν του Σαικσπήρου μίμησιν εν τη πλαττομένη ήδη ημών δραματική ποιήσει, συνειδώς ότι οιαδήποτε μίμησις, ως ούσα αδυναμία, ήθελε πλησιάση το χαμηλότερον φως των σαικσπηρείων δραμάτων, ήτοι το αισθητικόν εκείνων κάλλος, ούτω δε νοθεύση εν τω νεωτέρω ημών δράματι την ιδίαν ημών εθνικήν φύσιν, ήτοι το ήθος, το αίμα, το ίδιόν πως ελληνικόν αίσθημα, διαπύρως άμα θα ηυχόμην ήδη την μελέτην των σαικσπηρείων δραμάτων άπερ πάντοθεν αποπνεέουσιν ανδρικήν τινά μεγαλειότητα, χαλυβδίνην τινά ευστάθειαν χαρακτήρος, μαρτυρικήν τινά της αρετής καρτερίαν, αμείλικτόν τινα θεότητα και τιμωρόν εν τω κόσμω τούτω της κακίας… » (Εν τοις προλεγομένοις των Καλλεργών και Λουκά Νοταρά (σ. 354).

Η σκηνή εισόδου μεταφράστηκε ολόκληρη σε πεζό (στην καλλιτεχνική γλώσσα των λογίων). Στο πρόσωπο του Ληρ μάλιστα τονίζεται η παραφροσύνη που κυριαρχεί σε ολόκληρη τη φύση του, ώστε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν οι υπερβολικές απαιτήσεις του για την αγάπη των παιδιών του, η ευκολοπιστία του απέναντι στις επίμονες διαβεβαιώσεις από τις υποκριτικές κόρες του. Από αυτή την άποψη προσωποποιείται με τον Ληρ η αντίθετη έννοια της ελληνικής σωφροσύνης. Μόνο όποιος κολακεύεται από την υποκρισία, όπως ο Ληρ, μπορεί να είναι τόσο ανόητος και να μην αισθάνεται καθησυχασμένος από τις απλές, αληθινές εξηγήσεις μιας Κορδελίας. Μας έκαναν κυρίως εντύπωση τα σχόλια γύρω από την σιωπή της Κορδελίας και την ανικανότητά της –όπως έδειχνε– να υπερασπισθεί τον εαυτό της. Παραθέτουμε αυτά τα σχόλια αποσπασματικά:

«Εις την νύκτα όμως ταύτην της ανθρωπίνης φρενός και καρδίας, εν μέσω του Ληρ, της Γωνερίλλης και της Ραιγάνης,  προσανατέλλει ως ίρις γλυκεία και εύελπις, αν όχι παραμύθημα της ζωής αλλά καν τεκμηριούσα το Θείον, εκεί που αοράτως εποπτεύον άμα και τιμωρούν, η αγνή Κορδηλία. Θεάθητε την εύγλωττον και περιφανή εικόνα! Η δειλία της, η ιερά δειλία της παρθένου, γίνεται αφορμή τοσούτου θυμού, τόσης φοβεράς παρενοήσεως και φοβεροτέρας καταδίκης, αλλ’ ουδαμώς εν τούτοις έχει το θάρρος να υπερασπίση καν εαυτήν, ούτως αδίκως υβριζομένην και πάσχουσαν. Η αιδώς παρέλυσεν αυτής την γλώσσαν, και εσιώπησεν.  Ούτως η αρετή σιωπά.

Ο Γκαίτε αληθώς ελησμόνει τον ποιητήν του Φάουστ όταν κατέκρινε τοσούτον επιπολαίως την σκηνήν αυτήν, λέγων βεβιασμένην την σιγήν της Κορδηλίας, ης μία μόνη λέξις ήρκει να σώση και εαυτήν και άμα τον βασιλέα. Ίσως ο φίλος των ηγεμόνων Γκαίτε ηγνόει ότι  η αρετή σιωπά και αποσύρεται, ότι είνε δειλή και εύπιστος ως η κόρη, απαλή και άπειρος ως το παιδίον, αφελής και ονειροπόλος ως η ποίησις, καίτοι ούσα πολλάκις αυστηρά και βαθύνους ως το γήρας.  Ό τι ελλέιπει από την ουρανίαν τελειότητα ήτις λέγεται αρετή, είναι κυρίως το σθένος· όχι εν τη αμύνη, οπότε αληθώς καρτερεί  επί αιώνας ή μέχρι ς αυτοκτονήσεως, αλλ’ εν τη επιθέσει ήν σχεδόν αγνοεί, αείποτε μεν τοιαύτη υπάρξασα, αλλά μάλιστα εν τοις χριστιανικοίς χρόνοις οπότε ο ενάρετος εγένετο σχεδόν συνώνυμος προς τον μάρτυρα· διότι ήτο ποτέ καιρός εις τους ηρωικούς δηλονότι της καλής  Ελλάδος χρόνους, οπότε η αρετή παρήγετο εκ του ονόματος Άρης και τοιαύτη κυρίως ελέγετο η εν πολέμω ανδρία…»

Ο συγγραφέας εξηγεί πως η έννοια της αρετής από θετική έγινε αρνητική εν μέρει μέσω ενός προοδευτικού στοχασμού, εν μέρει μέσα από την επίδραση του Χριστιανισμού. Η αρετή χαρακτηρίζεται μέσα από την αναφώνηση του Ορατίου: «Virtus est vitium fugere. Και συνεχίζει:

«Έκτοτε και από πολλού η αρετή ονειροπολεί και υφίσταται, αλλά μόνη η κακία δρα και κινείται. Ώ, εάν οι ενάρετοι άνθρωποι είχον την θέρμην, την γοργότητα, την τόλμην, την συνένωσιν, την αγρυπνίαν των κακών, ο πτωχός ούτος κόσμος των μυρίων ετών θα ήτο κοινωνία αγγέλων! Η αρετή, ως η περιστερά εκείνη του Νώε, μη ευρίσκουσα να επικαθήση τι υγιές, αποχωρεί·  Δι’ όλου του μακρού και θαυμασίου εκείνου δράματος του Οθέλλου, η πτωχή Δεσδημόνα ουδεμίαν ευρίσκει τέχνην ή μέσον να πείση τον προσφιλέστατον Οθέλλον ότι είναι αγνή και όχι μοιχαλίς..»

Ο συγγραφέας τονίζει επίσης ότι η ίδια η γλώσσα φανερώνει την περιφρόνησή της για την ευήθεια – δηλ. την αδεξιότητα της ευθείας και ειλικρινούς συμπεριφοράς – μέσα από τη χαρακτηριστική σημασία της ελληνικής λέξης.  Με αυτή την έννοια κατακρίνει την ιερή ευήθεια στην οποία οφείλεται η σιωπή της Κορδελίας. Η σιωπή λέει πολλά σε μάς, ο πατέρας όμως δεν καταλαβαίνει τίποτα, αφού ακούει μόνο τις κολακείες των υποκριτικών αδελφών.

Στην πραγματεία του Βασιλειάδη εκφράζονται πολλές σκέψεις, μόνο που θα επιθυμούσαμε να είναι γραμμένες σε μια πιο απλή γλώσσα, με λιγότερο ρητορικό στόμφο, ο οποίος μας αποθαρρύνει, και στο διθυραμβικό βιβλίο του Βικτόρ Ουγκό για τον Σαίξπηρ – γιατί αν δεν κάνουμε λάθος, το βιβλίο αυτό με το τόσο υψηλό λεξιλόγιο και όμως ελλιπές περιεχόμενο συγχρόνως – δεν είχε ασκήσει μικρή επίδραση στον Βασιλειάδη.

Άλλες πραγματείες για τους χαρακτήρες των έργων του Σαίξπηρ δεν φαίνεται να έχουν γραφτεί μέχρι σήμερα στην Ελλάδα. Επίσης, δεν φαίνεται να έχει σημειωθεί πρόοδος στη μελέτη και την κατανόηση του χαρακτηριστικού τρόπου σκέψης του ποιητή, ο οποίος οπωσδήποτε διαφέρει πολύ από τον ελληνικό τρόπο σκέψης, ώστε να παρουσιαστεί στους Έλληνες αναγνώστες μια επίκαιρη προσπάθεια διεξοδικής αισθητικής και φιλοσοφικής ερμηνείας των έργων του Σαίξπηρ (για τους Έλληνες αναγνώστες). Πρώτα θα πρέπει να γίνουν κάποιες άλλες εργασίες και κατ’ αρχάς πρέπει να παρουσιασθούν τα έργα του Σαίξπηρ στον ελληνικό λαό μέσα από μια ευανάγνωστη μετάφραση. Σε  μάς χρειάστηκε να γίνει μια πεζή μετάφραση των Σαιξπηρικών έργων πρώτα, ώστε να μεταφρασθούν έπειτα σε έμμετρο κείμενο και ίσως γίνει το ίδιο και στην Ελλάδα. Συζητήσαμε ήδη γύρω από τις πεζές μεταφράσεις της Τρικυμίας και του Μάκβεθ. Σήμερα εκδηλώνεται ένας ιδιαίτερος ζήλος των Ελλήνων  ακριβώς πάνω σε αυτού του είδους τις μεταφράσεις Σαιξπηρικών έργων.  Στην επιφυλλίδα του περιοδικού Ο φιλόκαλος Σμυρναίος πρέπει να έχει μεταφραστεί ο Οθέλλος – όπως αναφέρει ο Βικέλας στον πρόλογο του έργου του (σ. ιβ΄), στο οποίο θα αναφερθούμε αμέσως παρακάτω και στο ένατο τεύχος του περιοδικού Ο Βύρων έχει μεταφράσει ο Κ. Γ. Ξένος τον Κυμβελίνο. Καμία από τις δύο μεταφράσεις δεν είδαμε, όμως είδαμε τα πρώτα τμήματα ενός εκτενούς δημοσιεύματος, του οποίου τον τίτλο παραθέτουμε:

Τα Άπαντα του Σακεσπήρου, εκ του αγγλικού πρωτοτύπου κειμένου εξελληνισθέντα και εκδοθέντα εις τόμους τρεις, μετά πλείστων εικόνων υπό των αρίστων Άγγλων τεχνιτών εξειργασμένων. Εν Παρισίοις, εκ της ελληνικής τυπογραφίας. 1875.

Βρήκαμε πέντε τεύχη, 16 σελίδων το καθένα, όπου περιέχονται ο Μάκβεθ και ένα μέρος του Άμλετ. Ο μεταφραστής ονομάζεται Αλέξανδρος Μέυμαρ – δεν ακούγεται πολύ ελληνικό το επώνυμο!  Από τυπογραφική άποψη είναι έξοχο, η εικονογράφηση όμως είναι απρόσεκτη και χωρίς γούστο. Η γλώσσα δεν είναι αυτή απλώς των λογίων, αλλά των λογιοτάτων, αυστηρά  «σωστή» και, όπως μας φαίνεται, χωρίς ζωντάνια και κίνηση. Κατά τα άλλα, το νόημα αποδίδεται σωστά. Δεν ξέρουμε να σας πληροφορήσουμε, περαιτέρω, εάν βρήκε απήχηση η προσπάθεια του μεταφραστή. Στο εξώφυλλο πάντως αναφέρεται ότι η έκδοση του επόμενου τεύχους εξαρτάται από τον αριθμό των συνδρομητών. Εάν βρίσκονταν 1000 συνδρομητές, θα εκδίδονταν δύο τεύχη τον μήνα. Ετήσια συνδρομή 25 φράγκα.

Μια τελείως διαφορετική και πιο θετική κριτική αποδίδεται στο έργο που παρουσίασε ένας Έλληνας, ο οποίος είχε ζήσει πολλά χρόνια στο Λονδίνο ως έμπορος, κάνοντας παράλληλα επιστημονικές σπουδές, ενώ είχε αποκτήσει εξοικείωση με τα έργα του Σαίξπηρ, κάτι που μπορεί άλλωστε να επιτύχει κανείς μόνο όταν ζει στην Αγγλία και κάτω από αγγλικές συνθήκες. Στο έργο του κυρίου Δημητρίου Βικέλα αντικρίζουμε μια εργασία, η οποία, βασιζόμενη σε εμβριθείς φιλολογικές γνώσεις και σε μια εξαιρετική ποιητική αίσθηση από την οποία επίσης εμπνέεται, φαίνεται ότι συνέβαλε αρκετά στη διαμόρφωση του ποιητικού ύφους στη σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Ο τίτλος αυτού του άρτι εκδοθέντος έργου είναι:

Σαικσπείρου Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Οθέλλος και ο Βασιλεύς Ληρ, τραγωδίαι εκ του αγγλικού μεταφρασθείσαι υπό Δημητρίου Βικέλα. Εν Αθήναις. London Williams & Norgate, 1876. Προλεγόμενα σσ. 15, κείμενο σσ. 640, σχήμα 8ο.

Ο Βικέλας στα λογοτεχνικά έργα του επέμενε διαρκώς στην άποψη ότι η γλώσσα ενός έθνους δεν διαπλάσσεται ούτε μεταπλάσσεται σύμφωνα με τις επιθυμίες μιας λόγιας τάξης και ότι γι’ αυτό τον λόγο ο ποιητής πρέπει πάνω απ’ όλα να ακολουθεί αυτό που είναι δημοφιλές και να προχωρά στο μονοπάτι που έχει χαράξει γι’ αυτόν η πραγματικά ζωντανή γλώσσα. Σε μια συλλογή  ποιημάτων του που δημοσιεύτηκε το 1862 στο Λονδίνο (Στίχοι Δημητρίου Βικέλα) χρησιμοποιεί μία εξευγενισμένη δημοτική γλώσσα και υποδηλώνεται η κατεύθυνση του ποιητή μέσα από τη θέση που υποστηρίζει ο Max Müller στις εισηγήσεις του στη γλωσσολογία. Αυτές οι απόψεις εκφράζονται επίσης σε ένα ποίημα αφιερωμένο στον γνωστό ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη (τότε πρεσβευτή στο Λονδίνο) και σε μία ποιητική εγκύκλιο προς τον οιητή Βαλαωρίτη. Πάνω απ’ όλα, την αλήθεια, την αλήθεια ακόμα στη γλωσσική έκφραση επιδιώκει ο ποιητής. Ίσως να μας ξενίζουν τέτοιες συζητήσεις από έναν ποιητή, κι όμως δικαιολογούνται πολύ στη σημερινή κατάσταση της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας. Στη γερμανική λογοτεχνία άλλαξαν στάση οι λογοτέχνες του 16ου αιώνα και προσπαθούσαν να διαφυλάξουν το δικαίωμα των ποιητών να χρησιμοποιούν τη γερμανική γλώσσα στην ποίησή τους ενάντια στη σχολαστικότητα των λογιοτάτων που έγραφαν, μεταξύ άλλων, ποιήματα και στη λατινική γλώσσα! Παρακάτω παραθέτουμε ένα ποίημα αφιερωμένο στον Τρικούπη.

Έτζι κ’ εγώ· μου φαίνεται σαν ν’ άκουσα κοντά μου
Την Ποίησι, ουράνιο τραγούδημα να χύνη,
Κι’ αντιβοϊζει ο ήχος της ακόμη στην καρδιά μου·
Κι αυτός ο ήχος νόημα ανέκφραστο μ’ αφίνει.
Αυτός με λέει να τραγουδώ ότι έχω μέσ’ στα στήθια,
Κι’ όπως εγώ αισθάνομαι τη λύρα να τονίσω,
Κι’ ό,τι δεν έχω ’ς την καρδιά να μην το τραγουδήσω,
Γιατί δεν είναι όμορφο ό,τι δεν είν’ αλήθεια.
Κι’ αν ο δικός μου ο σκοπός τους άλλους δεν ευφραίνει,
Εάν την αρμονία μου χρειάζεται να χάσω,
Δεν μ’ ωφελεί να μιμηθώ μιαν αρμονία ξένη.
Χίλιαις φοραίς καλήτερα τη λύρα μου να σπάσω!

Γι’ αυτό και ο ποιητής γράφει ένα περισσότερο πετυχημένο ποίημα όταν χρησιμοποιεί τελείως λαϊκότροπη γλώσσα. Θα ξεφύγουμε αρκετά από το θέμα αυτής της πραγματείας μας, αν θελήσουμε να παραθέσουμε εδώ ένα υπέροχο ποίημα από τη συλλογή Η σκλαβιά και ο γάμος, που ήδη αναφέραμε. Το ποίημα αυτό έχει πολλά κοινά στοιχεία με τα δημοτικά τραγούδια και πάλι όμως έχει ένα πιο υψηλό και εκλεπτισμένο ύφος. Στο ίδιο πνεύμα έγινε μια μετάφραση της Στ΄ ραψωδίας της Οδύσσειας. Αρχικά δημοσιεύθηκε στο Εθνικόν Ημερολόγιον (1869) και επανεκδόθηκε αργότερα με μια επίσης επιτυχημένη μετάφραση της σκηνής του κήπου από τον Φάουστ του Γκαίτε (Αθήνα, 1872). Σε μια επιστολή προς τον φίλο του Πατρίκιο, η οποία είχε τυπωθεί νωρίτερα από αυτές τις εργασίες, ο Βικέλας λέει τα εξής: «Θυμάσαι, φίλε μου, ακόμα, τις μεταξύ μας συζητήσεις γύρω από την ποίηση και τη γλώσσα, από τις οποίες καταλήγαμε πάντοτε στην πεποίθηση ότι η γνήσια ποίηση των νέων Ελλήνων είναι η λαϊκή ποίηση και η μοναδική γλώσσα της ποίησής μας αυτή που είναι ζωντανή και ομιλείται, η γνήσια ελληνική γλώσσα του έθνους μας; Από το ανάγνωσμά μας και τις συζητήσεις μας προέκυψε αυτή εδώ η μετάφραση: Όταν ήμουν μόνος μου τις νύχτες, με την Οδύσσεια στο χέρι και τα κλέφτικα τραγούδια μου στο μυαλό, άπλωνε εκείνο το λαμπρό έπος όλη τη μαγεία επάνω μου και πριν ακόμα προλάβω να εξετάσω αν η προσπάθεια να μεταφράσει κανείς είχε κάτι το ιεροσυλικό, μεταφραζόταν μέσα μου στο λαϊκό στίχο των σημερινών Ελλήνων, οι αθάνατες ραψωδίες που τόσο αγαπούσαν οι πρόγονοί τους». Εμείς θεωρούμε το έργο του Βικέλα πολύ πιο ανώτερο από την πρόσφατη, παρόμοια μετάφραση του Πολυλά, από την οποία λείπει η πλαστικότητα και η χάρη του λόγου.

Και άλλες φορές προσπάθησε ο Βικέλας να δικαιολογήσει και να υπερασπισθεί τις απόψεις του. Στην πεζογραφία του χρησιμοποίησε βέβαια και ο ίδιος την κάποτε αποδεκτή καθαρεύουσα, αν και εκεί ακόμα με σαφή διαμαρτυρία. Το 1865 δημοσιεύτηκε από τον Βικέλα η μετάφραση μιας πραγματείας του Γάλλου φιλολόγου Egger, για τη γλώσσα και την εθνικότητα των Ελλήνων μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, ως παράρτημα στο περιοδικό Η Χρυσαλλίς. Μέσα σ’ αυτή την πραγματεία ο Egger εκφράζει τη λύπη του για τον προβλεπόμενο αφανισμό της γνήσιας δημοτικής γλώσσας μέσα από τις ανόητες προσπάθειες γαλβανισμού παλιών σχημάτων και φράσεων, ενώ συμβουλεύει επίμονα τους Έλληνες να μην παραμελήσουν τη σημερινή τους γλώσσα.  «Οι σημερινοί Έλληνες», λέει ο Egger, «υποτιμούν τη δημοτική τους γλώσσα και, επειδή έχουν γραφτεί λογοτεχνικά αριστουργήματα μέχρι σήμερα, ώστε να δώσουν σ’ αυτή, μια για πάντα, μια σταθερή και συγκεκριμένη μορφή, προσπαθούν με εντελώς βίαιο τρόπο να την επαναφέρουν στον αττικισμό ενός Θουκυδίδη και ενός Ξενοφώντα.  Στα ελληνικά σχολεία δεν διδάσκεται η γραμματική της «ζωντανής» ελληνικής γλώσσας, αλλά αυτή των αρχαίων και γι’ αυτόν το λόγο κλείνει η γλώσσα στις εφημερίδες, στα πολιτικά και ιστορικά έργα, ακόμα και στα μυθιστορήματα, προς την Αρχαία Ελληνική, διατηρώντας παρ’ όλα αυτά το μονότονο ύφος, το οποίο κληρονόμησαν σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές γλώσσες από την επίδραση της γαλλικής λογοτεχνίας. Μόνο η ποίηση αντιτίθεται και σε αυτή την επίδραση, αλλά ακόμα και αυτή κινδυνεύει να υποταχθεί στο πνεύμα της γαλλικής λογοτεχνίας. Βλέπω με θλίψη αυτή την ετεροχρονισμένη και βεβιασμένη μίμηση των Αρχαίων κλπ.». Στα σχόλια που παραθέτει στην αρχή της μετάφρασής του, ο Βικέλας λέει: «Μετέφρασα αυτή την πραγματεία σε απλή γλώσσα και αν δεν είχα να φοβηθώ ότι θα την απέκλειαν από τις στήλες της Χρυσαλλίδας, θα έγραφα τη μετάφραση σε μια ακόμα πιο απλή δημοτική γλώσσα, ώστε να συμβαδίζω και εγώ έτσι με τις απόψεις του κ. Egger, με τις οποίες άλλωστε συμφωνώ απολύτως».

Αυτές οι απόψεις αναπτύσσονται εκτενέστερα –δηλ. συμπληρώνονται – στον πρόλογο των μεταφράσεων των τριών τραγωδιών του Σαίξπηρ. Εκεί γράφει (σ. ιγ΄):

«Τον δρόμον της νέας Ελληνικής εχάραξαν ήδη οι ημέτεροι πεζογράφοι, καίτοι διαφέροντες προς αλλήλους ως προς το τέρμα το οποίον απεκδέχονται, και ερρύθμισαν ύφος τι του πεζού λόγου, κατά το μάλλον ή ήττον ακολουθούμενον παρά πάντων των καθ’ ημάς γραφόντων. Αλλ’ ως προς την ποίησιν μένει εισέτι εκκρεμές το ζήτημα, και δεν φαίνεται ουδεμία αδικαιολόγητος, ούτε καταδικαστέα η προτίμησις της καθομιλουμένης και η χρήσις αυτής ως γλώσσης ποιητικής… Αλλ’ η σήμερον καθομιλουμένη, τροπολογηθείσα ως εκ των νέων του έθνους ημών περιστάσεων, δεν είναι βεβαίως η προ της επαναστάσεως εν χρήσει.  Ώστε, καίτοι παραδεχόμενοι την αναπόδραστον επί  της ποιητικής της νέας Ελλάδος γλώσσης επιρροήν των εθνικών τραγουδιών, –της βάσεως και αφετηρίας ταύτης της νέας ημών ποιήσεως—δεν δυνάμεθα όμως άνευ αναχρονισμού να περιορίσωμεν την ποιητικήν ταύτην γλώσσαν εντός του λεξικού και της φρασεολογίας της δημοτικής ανθολογίας. Όθεν επροσπάθησα μεταφράζων τον Σαικσπείρον να τηρήσω μέσον τινά όρον γράφων την καθομιλουμένην ως σήμερον κοινώς λαλείται. Άλλοι θα κρίνουν εάν, ή κατά πόσον, επέτυχα εις την εφαρμογήν της θεωρίας, ότι δια τοιαύτης γλώσσης δύναται εν μέρει να διατηρηθεί η ορμή και το πάθος, η φυσικότης, εν ενί λόγω, του πρωτοτύπου. Άλλοι επίσης θα κρίνουν μέχρι τίνος επραγματοποιήθη ο διπλούς σκοπός, τον οποίον προεθέμην, του να μεταφράσω όσον ένεστι πιστώς το αγγλικόν κείμενον, ταυτοχρόνως δε να δώσω μορφήν ελληνικήν εις την μετάφρασίν μου.» Εάν έχει το δικαίωμα ένας ξένος να επέμβει σε ένα τόσο δύσκολο ζήτημα, τότε μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Βικέλας πέτυχε τον σκοπό του από όλες τις απόψεις. Η γλώσσα μάς φαίνεται φυσική και πολλά χωρία διαβάζονται σαν να ανήκουν στο πρωτότυπο. Παρ’ όλα αυτά, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της σημερινής ελληνικής γλώσσας, καθώς και αυτός του ελληνικού μέτρου, απαιτεί σε πολλά σημεία να γίνει μια σημαντική επέκταση των κατά κανόνα πολύ πιο συνοπτικών αγγλικών εκφράσεων. Πότε-πότε δανειζόμαστε επίθετα, μερικές φορές εκλείπουν και αυτά του πρωτοτύπου. Σε κάθε περίπτωση όμως αυτό γίνεται σύμφωνα με τις επιταγές του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας. Η διαφύλαξη της ελληνικής ιδιαιτερότητας, φαίνεται ότι ήταν πιο σημαντική –και δικαιολογημένα– για τον μεταφραστή απ’ ό,τι η δουλική πιστότητα στο πρωτότυπο. Στο πρωτότυπο κείμενο παραμένει εντελώς πιστός μόνον σε ό,τι αφορά τη μορφή, μεταφράζει τον ανομοιοκατάληκτο στίχο με πολιτικό στίχο και τον πεζό με πεζό. Για το μόνο που πρέπει να λυπηθούμε είναι ότι δεν διατήρησε το στολίδι των ομοιοκαταληξιών, χωρίς λόγο, γιατί έχει αποδείξει, λόγου χάρη, στη μετάφραση της σκηνής του κήπου του Φάουστ ότι κατέχει πλήρως την τέχνη της ομοιοκαταληξίας. Και όμως, η ομοιοκαταληξία δεν αποτελεί μία ασήμαντη λεπτομέρεια στην προοδευτική εξέλιξη του Σαίξπηρ. Η διαφορά, λόγου χάρη, μεταξύ των έργων Ρωμαίος και Ιουλιέτα και Βασιλιάς Ληρ, που φαίνεται έντονα στα πρωτότυπα, εξαλείφεται στις μεταφράσεις και τα δύο έργα διαβάζονται ως δημιουργίες της ίδιας εποχής. Το ότι ο μεταφραστής γνωρίζει αυτή την ατέλεια των μεταφράσεών του, φαίνεται στην ένατη σημείωση στο Ρωμαίος και Ιουλιέτα (σ. 167), ο οποίος αναλύει εκεί τη σχέση αυτή (μεταξύ πρωτοτύπου και μετάφρασης) με βάση τις έρευνες των Fleay και Furnivall. Εκτός των άλλων, ο Βικέλας είναι και πολύ αξιόλογος γνώστης των σημαντικότερων δημοσιεύσεων στο ευρύ πεδίο των σαιξπηρικών ερευνών και μάς έχει παραθέσει στις Σημειώσεις του μια καλαίσθητη επιλογή αξιοσημείωτων παρατηρήσεων. Με έντονη συχνότητα παρουσίας αναφέρονται ο Gervinus και ο Mezière, ενώ το θαυμάσιο βιβλίο του Ulrici δεν το χρησιμοποίησε στη μελέτη του. Παράλληλα αναφέρει και μια σειρά δοκιμίων Άγγλων λογίων, που δημοσιεύθηκαν σε διάφορα περιοδικά, και μεταφράζει ορισμένα εκτενέστερα επιλεγμένα αποσπάσματα. Τέτοιου είδους ερευνητικά σχόλια των έργων του Σαίξπηρ έχουν την απόλυτη αποδοχή μας. Με την εργασία αυτή θα πρέπει να έχει ανοίξει στους Έλληνες ένα τελείως άγνωστο ως τώρα κόσμο επιστημονικής προσέγγισης. Ελπίζουμε η εμπεριστατωμένη και επιμελώς διεκπεραιωμένη εργασία του Βικέλα να έχει μελλοντικά και κάποιους μιμητές μεταξύ των συμπατριωτών του! Πρώτα απ’ όλα όμως θέλουμε να ενθαρρύνουμε τον ποιητή να συνεχίσει το έργο του, γιατί πολύ σπάνια βρίσκει κανείς τόσες ικανότητες συγκεντρωμένες σε ένα και μόνο άτομο, όπως τις έχει ο Βικέλας σε εξέχοντα βαθμό: την ακριβή γνώση της αγγλικής, την οποία έχει αποκτήσει κατά την μακρόχρονη διαμονή του στη Μεγάλη Βρετανία, τη λεπτή ποιητική αίσθηση με την οποία ανιχνεύει τις προθέσεις του μεγάλου ποιητή σε όλα τα σημεία τού έργου του, και, τέλος, την  προσεκτική επιμέλεια που αποδίδει στο ολοκληρωμένο έργο μια σταθερή βάση.

Οι Έλληνες ίσως να είναι και ο τελευταίος ευρωπαϊκός λαός στον οποίο φτάνει ο Σαίξπηρ, ο ποιητής όχι μόνο ενός έθνους αλλά όλου του κόσμου, στη θριαμβευτική πορεία του. Στην Ελλάδα τα πάντα βρίσκονται ακόμα εν τω γίγνεσθαι: ανολοκλήρωτες παραμένουν οι καλλιτεχνικές και αισθητικές αντιλήψεις του λαού, ανολοκλήρωτη είναι ακόμα και η ίδια η γλώσσα στην οποία πρόκειται να μεταφρασθούν τα έργα του ποιητή. Μέχρι στιγμής η ίδρυση μιας αξιόλογης ελληνικής θεατρικής σκηνής είναι αρκετά αμφίβολη αφού ακόμα και σήμερα η Εκκλησία θέτει εμπόδια στην ύπαρξή της, όπως άλλοτε στο μεσαιωνικό Βυζάντιο απαγορευόταν η παράσταση δραμάτων και η ύπαρξη θεάτρου.  Αλλά όπως και στη Γαλλία το θέατρο κατάφερε και ξεπέρασε την αντίδραση του μικρόψυχου κλήρου της, έτσι θα ξεπεραστεί και στη σύγχρονη Ελλάδα, όπου τελευταία εκδηλώνεται μεγάλος ζήλος για δραματικές συνθέσεις. Ελπίζουμε ότι θα δημιουργηθεί ένα «γνήσιο» εθνικό θέατρο, όπου θα εξευγενίζουν την αίσθηση των ακροατών όχι τα φτιαχτά, αρχαϊζοντα έργα των λογίων που αποπνέουν το παρωχημένο, αλλά έργα ποίησης με γλώσσα και ύφος κατανοητά για όλους.

Όπως άλλοτε ο πρωταρχικός μεταφραστής του Σαίξπηρ, τώρα συμμετέχει ο Βικέλας, ο νεότερος και επιτυχέστερος μεταφραστής που στην ολοένα αυξανόμενη αντίσταση έναντι του στείρου Βυζαντινισμού των λογίων. Το έργο του Βικέλα, ως έντονη διαμαρτυρία, αντιστέκεται στον βιασμό της λαϊκής γλώσσας, από την οποία προσπαθούν να αφαιρέσουν το έσχατο καταφύγιό της, την ποίηση, τη γλώσσα της καρδιάς. Το έργο σίγουρα θα προκαλέσει εχθρότητες εκ μέρους των λογιοτάτων. Έχει όμως τη δύναμη να τις αντέξει και να τις ξεπεράσει. Η μεταφορά του Σαίξπηρ αποτελεί μεγάλη μεταφραστική δοκιμασία και ο λόγος που ανταποκρίνεται άψογα σ’ αυτήν είναι ικανός να εκφράσει καίρια τα πιο βαθειά και άγια αισθήματα της ανθρώπινης ψυχής, στη χαρά και στη λύπη, στην ευτυχία και στη δυστυχία, στην αγαλλίαση και στον θρήνο. Και αυτό μπόρεσε και κατόρθωσε ο Βικέλας στη μετάφρασή του. Ας συγκρίνει ο αναγνώστης τη μετάφραση του Άμλετ του Περβάνογλου με τη μετάφραση του Βασιλιά Ληρ του Βικέλα για να καταλάβει ποιος από τους δύο πλησιάζει περισσότερο τη σαιξπηρική δεινότητα. Εμείς πάντως δίνουμε ανεπιφύλακτα προβάδισμα στη μετάφραση του Βικέλα.

Παρουσιάσαμε στο αναγνωστικό κοινό ένα μέρος της ιστορίας της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα πώς αυτή περιστρέφεται γύρω από τον άξονα Σαίξπηρ. Νέες πληροφορίες για τον ίδιο τον Σαίξπηρ δεν θα μπορούσε να προσκομίσει κανείς από αυτή την περιγραφή των έργων των σημερινών Ελλήνων. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η παρουσίαση αυτή θα ανταποκρίνεται μέχρι κάποιον βαθμό σε εκείνους που ενδιαφέρονται για την τύχη των έργων του Άγγλου ποιητή παγκοσμίως και ίσως και για την πολύ ιδιόμορφη πολιτιστική πορεία των συγχρόνων Ελλήνων.

Σημειώσεις

  1. Ellissen, Analekten der mittel- und neugriech. Literatur, τόμ. 5,  Μαυροφρύδης, Εκλογή μνημείων της νεωτέρας
  2. ελληνικής γλώσσης, τόμ. α΄, Αθήνα  1866, W. Wagner, Medieval Greek Texts, Part Ι, London, 1870. Carmina graeca medii aevi, ed. Guil. Wagner, Leipzig, Teubner 1874, Ημπέριος (Pierre de Provance), Paris, Maisonneuve,  1874.
  3. S. Nicolai, Gesichte der neugriechischen Literatur, σ. 82  κεξ. Η καλύτερη ανάλυση του ποιήματος από τον Brandis, Mittheilungen III, σ. 80.
  4. S. Bursian, Erophile, vulgargriechische Tragoedie, Abhandlungen der sachsischen Gesellschaft der Wissenschaften, 1870. Nicolai, σ. 90,
  5. Εκδόθηκε από τον Legrand, Παρίσι 1870.
  6. Διονυσίου Σολωμού τα Eυρισκόμενα, εν Κερκύρα 1859, προλ. σ.  δ΄.
  7. Έτσι αναφέρει ο βιογράφος του Πολυλάς, σ. ς΄, όπ. παρ.: “τα πρώτα γυμνάσματά του εις λατινικούς και ιταλικούς στίχους εφαίνοντο τόσον ανώτερα της ηλικίας του, ώστε ο διδάσκαλός του τού έλεγε Greco, tu farai dimenticare il nostro Monti.
  8. Ποίημα επικήδειον εις Ν. Βύρωνα, Φίλιππος Ιωάννου, Φιλολογικά πάρεργα (Αθήναι,1865), σ. 335-39.
  9. ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄, προσφώνησις Αριστοτέλους Βαλαωρίτου (Αθήναι 1872), σ.3.
  10. Το έτος 1855 γραφόταν ο λόγιος αυτός ακόμα Πολιλλάς. Τέσσερα χρόνια αργότερα αναφερόταν πλέον ελληνικότερα, Πολυλάς, και έτσι γράφεται πλέον στην προμετωπίδα της προσφάτως εκδοθείσης μεταφράσεώς του της Οδύσσειας σε πολιτικούς στίχους.
  11. Μόνο η μετάφραση του Άμλετ αναφέρεται από τον  F. Thimm, Bibliotheca Shakespeareana from 1564 to 1871 (London, 1872, σ. 118.
  12. Βλ. παράθεμα του Δ. Βικέλα , ‘Sur une traduction neohellénique du Promethée et sur la métrique grecque contemporaine’, Annuaire de l’Association pour les études greques (1875) 97-105.
  13. Στα γαλλικά ο πολυτάλαντος αυτός άνδρας γράφεται Rhangabé. Τώρα ο Ραγκαβής ζει στο Βερολίνο. Δεν είναι μόνο φιλόλογος (Antiquités helléniques, 2 τόμοι), γραμματικολόγος (Grammaire du grec actuel), λεξικογράφος (Λεξικόν γαλλοελληνικόν) κτλ., αλλά και πολιτικός, ποιητής και μυθιστοριογράφος  (βλ. Ellissen, Analekten, τόμ. 2, Άπαντα, Αθήναι, 1874).
  14. Περί της αρχαίας ελληνικής προσωδίας και αντιπαράθεσις αυτής προς την νέαν. Βλ. επίσης τα προλεγόμενα στα Άπαντα, τόμ. 5.
  15. Ως παράδειγμα η αρχή:
    Ήτον ημέρα λαμπρά, ανθοφόρος του έαρος κόρη
    ροδοστεμμέν’ η αυγή εις τους λόφους γελώσα εφάνη,
    και το Γαρδίκι ακόμη απέσειε μόλις τον ύπνον.
  16. Ο Ραγκαβής μετέφρασε επίσης σε εξάμετρο την πρώτη ραψωδία της Οδύσσειας. Βλ. τα Άπαντά του (Αθήναι 1874), Β΄, 209 κεξ. Η αρχή:
    Ψάλε τον άνδρα, θεά, τον πολύτροπον, όστις τοιούτους
    τόπους διήλθε, πορθήσας της Τροίας την ένδοξον πόλιν.

* Ανέκδοτη μετάφραση από το γερμανικό περιοδικόJahrbuch der Deutsche Shakespeare-Gesellschaft, 12 (1877) σ. 33-56.