ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΔΙΣΤΙΧΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ *

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Κέρκυρα είναι πλούσια σε λαογραφικό υλικό και τα κερκυραϊκά δημοτικά τραγούδια τα τραγουδούν ακόμα και σήμερα στα πανηγύρια των χωριών, σε γάμους και σε ταβέρνες. O συγγραφέας Λώρενς Ντάρρελ, στο βιβλίο του για την Κέρκυρα Η σπηλιά  τού Πρόσπερου,

γράφει ότι τα καλύτερα πανηγύρια γίνονται στο Γαστούρι,στους Καστελλάνους, στην Ανάληψη, στον Παντοκράτορα και στην Κασσιόπη. Μερικά από τα δίστιχα της συλλογής αυτής τραγουδιούνται ακόμα και σήμερα στα μέρη αυτά.

Τα δημοτικά τραγούδια τα έχουν συνθέσει άγνωστοι λαϊκοί ποιητές σε διάφορες εποχές κατά τους τελευταίους αιώνες. Μερικά τραγουδιούνται ως χορευτικά και άλλα απαγγέλλονται. Τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, που τόσο θαυμάζονταν από τον Γκαίτε, ο οποίος μάλιστα μετέφρασε μερικά,  διακρίνονται για την ποιητική φρεσκάδα τους και την απλότητά τους. Υπάρχουν διάφορα είδη δημοτικών τραγουδιών:  ιστορικά, ηρωικά, της ξενιτιάς, της αγάπης, δίστιχα της αγάπης, νανουρίσματα, εργατικά, μοιρολόγια.

Τα δίστιχα της αγάπης αποτελούν κι αυτά ανώνυμες συνθέσεις. Μερικά από αυτά μάλιστα τα έχουν συνθέσει γυναίκες των χωριών, ενώ δούλευαν μαζεύοντας ελιές από τα λιόδεντρα το νησιού. Μία γυναίκα άρχιζε τον πρώτο στίχο και άλλη τον συνέχιζε, συμπληρώνοντάς τον. Το τραγούδι κατά τη διάρκεια της δουλειάς απάλυνε τον μόχθο και την πλήξη που συνόδευαν το σκύψιμο για το μάζεμα της ελιάς από το έδαφος, όπως γινόταν εκείνα τα χρόνια. Παρόμοια, οι Νέγροι σκλάβοι συνέθεταν τα σπιρίτσιουαλς, όταν μάζευαν μπαμπάκι στις νότιες πολιτείες της Αμερικής.

Έχω συλλέξει τα περισσότερα από τα δίστιχα της αγάπης της συλλογής αυτής από διάφορα χωριά του νησιού της Κέρκυρας. Όλα σχεδόν είναι γραμμένα σε 15σύλλααβο ιαμβικό μέτρο. Στη μετάφρασή μου, που ακολουθεί στα Αγγλικά για χάρη του αγγλόφωνου αναγνώστη, προσπάθησα να διατηρήσω την ακρίβεια του νοήματος και την απλότητα του κειμένου.

Π. Κ.

Α
Αγγελικούλα, ζάχαρη, Αγελικούλα, μέλι,
Aγγελικούλα, κρύο νερό, που πίνουν οι αγγέλοι!
 
Αγγέλοι από τους ουρανούς, βοηθάτε με κι εμένα,
που άναψα και καίγομαι για ξένης μάνας γέννα.
 
Άγγελος εκατέβηκε με το χρυσό κoντύλι
κι έκατσε και ζωγράφισε τα κόκκινά σου χείλη.
 
Αηδόνι του περιβολιού, αηδόνι και παγόνι,
όταν γυρίσω να σε δω, το αίμα μου παγώνει.
 
Ακόμα δεν απέθανα κι ανάψαν τα κεριά μου,
πήραν και την αγάπη μου από την αγκαλιά μου.
 
Άνοιξε το χειλάκι σου το κόκκινο, πουλί μου,
και δώσε μου υπόσχεση πως θα γενείς δική μου.
 
Αν είσαι κι αν δεν είσαι του Δήμαρχου αδερφή,
εγώ θα σε φιλήσω, κι ας πάω στη φυλακή!
 
Αν θέλεις, Παναγία μου, πάντα να σε δοξάζω,
φέρε μου την αγάπη μου, να μην αναστενάζω.
 
Απόψε ρόδα μάζευα, και συ, ψυχή μου, τ’ άνθη·
απόψε σ’ ονειρεύτηκα κι ο ύπνος μου εχάθη.
 
Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα ’ναι που σού μοιάζει:
αυτό που βγαίνει το πρωί, όταν γλυκοχαράζει.
 
Αυτός ο πόνος της καρδιάς, προς τί, τάχα, να είναι;
Όταv δεν είναι έρωτας, τί άλλο πράμα είναι;
 
Από τη γη βγαίνει νερό κι απ’ την ελιά το λάδι,
κι από τη μάνα την καλή βγαίνει το παλικάρι.
 
Αχ, ουρανέ, μή βρέξεις πια, κάνε μου αυτή τη χάρη
κι εγώ με τα ματάκια μου δροσίζω το χορτάρι.
 
Β
Βάρκα θέλω ν’ αρματώσω με σαράντα δυο κουπιά,
και μ’ εξήντα παλικάρια, να σε κλέψω μια βραδιά.
 
Βασιλικέ πλατύφυλλε, από την Ιγγλιτέρα,
που τον φορούν οι όμορφές κάθε καλήν ημέρα.
 
Βασιλικό εφύτεψα επάνω στον ασβέστη,
για να περνά η αγάπη μου να λέει ‘‘Χριστός Ανέστη!’’
 
Βασιλικό εφύτεψα στην κλίνη που κοιμάσαι,
να κόβεις, να μυρίζεσαι, κι εμένα να θυμάσαι.
 
Βασίλισσα να ήσουνα, δεν θά ’χες τόση χάρη,
νά ’σαι ανθός των κοριτσιών, της γειτονιάς καμάρι.
 
Βασίλισσα των κοριτσιών πρέπει να σ’ ονομάσω,
γιατί η ωραιότης σου με κάνει να θαυμάσω.
 
Βολές – βολές μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα
και στην πικρή την ξενιτιά ρίχνω βαριά κατάρα.
 
Βουνά, μην πρασινίσετε, πουλιά, μην κελαηδείτε,
μ’ αρνήθηκε η αγάπη μου, κι όλα να λυπηθείτε.
 
Γ
Γαρούφαλό μου κόκκινο, γαρουφαλιάς κλωνάρι,
αν δε σε δω στα χέρια μου, ο Χάρος να με πάρει.
 
Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει,
τώρα π’ αγάπησα κι εγώ μιας λεμονιάς κλωνάρι!
 
 
Για πες μου, τί εκέρδισες, οπού με βασανίζεις;
Παράτησε την απονιά, και πες μου τί ορίζεις.
 
Γυρίζω εδώ, γυρίζω ’κει, ίσως και σ’ απαντήσω,
τα πάθη μου να σου ειπώ, τη φλόγα μου να σβήσω.
 
Γύρισε δες τον ουρανό, γύρισε δες και μένα:
Αν αρνηθώ τον ουρανό, θα αρνηθώ και σένα.
 
Δ
Δασκάλισσα, δασκάλισσα, σχόλασε την Ελένη,
μία στιγμή να την ιδώ, γιατ’ η ψυχή μου βγαίνει.
 
Δεν θυμάσαι, ανάθεμά σε, ότι συμφωνήσαμε
να με πάρεις, να σε πάρω και μαζί να ζήσουμε;
 
Ε
Έλα να σε φιλήσω και γρήγορα να πας,
να μη σε δει κανένας και πει πως μ’ αγαπάς.
 
Έλα να σε φιλήσω και φίλα με και συ,
κι αν θα το μαρτυρήσω μαρτύρα το και συ.
 
Εμένα τό ’χει η τύχη μου, όπου κι αν αγαπήσω,
με φίδια και δεντρογαλιές πρέπει να πολεμήσω.
 
Εμίσεψες και μ’ άφησες τρία γυαλιά φαρμάκι,
σα νίβομαι κάθε πρωί, να πίνω από λιγάκι.
 
Εμίσεψες κι η γειτονιά εγίνη ρημονήσι·
έλα, πουλί μου, γύρισε, πάλι να νοστιμίσει.
 
Ένα δεντρί εφύτεψα με δάκρια τόσους χρόνους,
κι αντί καρπό, μού έδωκε βάσανα, πίκρες, πόνους.
 
Εξήντα μήνες σ’ αγαπώ, γίνονται πέντε χρόνια·
αν φύτευα μια λεμονιά, θα έκοβα λεμόνια.
 
 
Επήγα κι έριξα σεβντά σε μέρος που δεν φτάνω
και θε να βασανίζομαι όσο που να πεθάνω.
 
Εσύ μ’ αυτή τη γνώμη κι εγώ μ’ αυτόν το νου,
να δούμε ποιος θα πέσει στα πόδια τ’ αλλουνού.
 
Έτσ’ ήτανε της τύχης μου, εσένα ν’ αγαπήσω,
να πάθω τόσα βάσανα και να μη σ’ αποκτήσω.
 
Έχε, πουλί μου, υπομονή, νά ’χω κι εγώ ελπίδα·
με τον καιρό κάθε δεντρί ανθεί και βγάζει φύλλα.
 
Έχω τρεις μέρες να σε δω, κοντεύει μια βδομάδα,
και το ψωμί στο στόμα μου δεν έχει νοστιμάδα.
 
Η
Ήθελα νά ’μουν όμορφος, νά ’μουν και παλικάρι,
νά ’μουνα και τραγουδιστής, δεν ήθελ’ άλλη χάρη.
 
Η αγάπη δίχως ζήλια είναι μαύρη, σκοτεινή,
σαν κρασί ξεθυμαμένο, σαν σακούλα αδειανή.
 
Η αγάπη είναι βελόνι κι αγκυλώνει την καρδιά·
με αγκύλωσε και μένα και δεν έχω γιατρειά.
 
Η αγάπη σίδερα τρυπά και μάρμαρα τσακίζει,
καλόγερους και κοσμικούς, όλους τους δαιμονίζει.
 
Η άσπρη πέτρα του γιαλού δεν πιάνει πρασινάδα,
κι αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα.
 
Η ορφανειά, η παντρειά, η αγάπη και τα ξένα:
τα τέσσερα τα ζύγισαν, βαρύτερα τα ξένα.
 
Θ
Θάλασσα δίχως κύματα καράβι δε σηκώνει,
κι αγάπη δίχως βάσανα ποτέ δεν τελειώνει.
 
Κ
Κλαίω κρυφά γιατί κανείς δεν θέλω να το μάθει,
ότι ξανακαινούριωσαν τα παλαιά μου πάθη.
 
Κοντοζυγώνει ο καιρός που θε ν’ ανταμωθούμε,
που θε να σμίξουμε τα δυο, να παρηγορηθούμε.
 
Κόρη που πήρες μου το νου, πάρε τώρα κι εμένα·
τί να με κάνει δίχως νου η μάνα που μ’ εγέννα;
 
Κρύο αεράκι νά ’μουνα, να μπω μες στα σεντόνια,
να χάιδευα τα στήθη σου, πού ’ναι σα δυο λεμόνια.
 
Κυρία μου, ανάλατη, σαν ξύδι και σα μέλι,
και ποιος σε καταδέχεται ταίρι του να σε θέλει;
 
Λ
Λυπητερά, λυπητερά θα πάω να σκάψω μνήμα,
να θάψω το κορμάκι μου, κι έχε το εσύ το κρίμα.
 
Λυπήσου τα, σπλαχνίσου τα, τα δάκρια που χύνω,
γιατ’ είναι περισσότερα απ’ το νερό που πίνω.
 
Λύσε τα μάγια, φως μου, και δός μου λευτεριά,
να πάω στη δουλειά μου, δεν θέλω παντρειά.
 
Μ
Μάγισσας κόρη νά ’σουνα και δράκου θυγατέρα,
πάλι θα με λυπόσουνα που πάσχω νύχτα-μέρα.
 
Μαργαριτάρι στρογγυλό είναι το πρόσωπό σου
και δυο δαχτυλιδόπετρες οι κόρες των ματιών σου.
 
Μάτια μου, τζόγια, περγολιά, σταφύλι μου αετονύχι,
να γίνομουν εγώ γαμπρός κι εσύ να γίνεις νύφη!
 
Μελαχρινή εφίλησα τ’ Αυγούστου μια Δευτέρα
και μύριζε το στόμα μου σαράντα μία μέρα.
 
 
Μελαχρινό μου πρόσωπο, σαν βάζεις κοκκινάδι,
οι πεθαμένοι κι οι νεκροί σηκώνονται απ’ τον Άδη.
 
Μέσα στα χιόνια λούστηκες και πήρες την ασπράδα,
πήρες κι από τα γιασεμιά όλη την ομορφάδα.
 
Με μια γειτονοπούλα μου θέλω να κάνω κρίση,
που πήγε και παντρεύτηκε χωρίς να με ρωτήσει.
 
Μία μόνο αγάπησα σε όλη τη ζωή μου,
σ’ αυτή ο έρμος έδωσα τον νου και την ψυχή μου.
 
Μικρή, μικρή σ’ αγάπησα, μεγάλη δεν σε πήρα,
μα έχω ελπίδα στο Θεό για να σε πάρω χήρα.
 
Ν
Νά ’μουν στο μεσοφόρι σου κουμπί μαλαματένιο,
και να φιλώ το στήθος σου, το μαργαριταρένιο!
 
Να σ’ αγαπώ βαρέθηκα, να σ’ αρνηθώ λυπούμαι,
ας τον τραβάμε τον σεβντά όσο κι αν ημπορούμε.
 
Να χαμηλώναν τα βουνά κι οι λεμονοκορφάδες,
νά ’βλεπα την αγάπη μου στη μέση τσου Δουκάδες.
 
Να ’χα σοφία Σολομών και του Δαβίδ τη γνώση,
θα σού ’λεγα παινέματα μέχρι να ξημερώσει.
 
Νύχτα και μέρα και αυγή σ’ έχω στη συλλοή μου·
γίνε γιατρός και γειάνε μου τη φοβερή πληγή μου.
 
Ξ
Ξανθά μαλλιά στην κεφαλή, πλεγμένα με την τάξη
και κάθε τρίχα γίνεται μαχαίρι να με σφάξει.
 
Ξεμάκρυνες κι αρρώστησα, έλα κοντά να γειάνω,
έλα το γρηγορότερο, πριν πέσω και πεθάνω.
 
Ξενιτεμένο μου πουλί, έλαβα τη γραφή σου,
στον κόρφο μου την έβαλα κι είπα: «Καρδιά, δροσίσου!»
 
Ξύπνα εσύ που μ’ έκανες αγάπη να γνωρίσω,
και ζωντανός την κόλαση να την κληρονομήσω.
 
Ξύπνα, κι ο έρωτας περνά κορώνα να σού βάλει,
γιατί από σε ομορφότερη δεν είναι καμιά άλλη.
 
Ο
Όλο τον κόσμο γύρισα, πουνέντη και λεβάντη,
δεν είδα τέτοιο πρόσωπο να λάμπει σαν διαμάντι!
 
Όποιος δεν είναι γλεντιστής πρέπει του να πεθάνει,
γιατί στον κόσμο όπου ζει άδικα τόπο πιάνει.
 
Όποιος πιστεύει γυναικός, στη θάλασσα πιστεύει,
πιάνει λαγούς στη θάλασσα και στο βουνό ψαρεύει.
 
Όταν σ’ εγέννα η μάνα σου, ο ήλιος εκατέβη
και σού ’δωσε την ομορφιά και πάλι ματανέβη.
 
Ο έρωτας εις την αρχή είναι γλυκός, καϊμάκι,
μα σαν ριζώσει στην καρδιά, ποτίζει την φαρμάκι.
 
Ο κόσμος με τα βάσανα είν’ ανακατωμένος,
και πώς μπορώ τότε εγώ νά ’μαι ευχαριστημένος;
 
Π
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη,
ποιος είδε τούτον τον καιρό αγάπη ’μπιστεμένη;
 
Ποιος κρίνος ωραιότατος σού ’δωσε την ασπράδα,
και ποια μηλιά, χρυσομηλιά, τη ροδοκοκκινάδα;
 
Πρωί-πρωί σηκώνομαι, το σπίτι σου κοιτάζω,
το παραθύρι σου θωρώ και βαριαναστενάζω.
 
 
Ρ
Ρίξε μια ματιά, δώσ’ μου γλυκιά ελπίδα,
τέτοιαν απονιά σε άλλη δεν την είδα.
 
Ρόδα και τριαντάφυλλα κι άνθη του παραδείσου
εσύναξε ο Έρωτας κι έπλασε το κορμί σου.
 
Σ
Σα δεν με θες, κυρά μου, πες μου να παντρευτώ,
να πάρω κάποια άλλη, να παίζω, να γλεντώ.
 
Σαν τί το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι,
αφού μέσα στο σπίτι της έχει λαμπρό φεγγάρι;
 
Σού στέλνω χαιρετίσματα με μήλο δαγκωμένο
και μέσα στη δαγκωματιά φιλί είναι κρυμμένο.
 
 
Τ
Τάχα θα το αξιωθώ, θα λάβω τέτοια χάρη,
να σηκωνόμαστε τα δυο απ’ ένα μαξιλάρι;
 
Τα βάσανα, τα πάθη μου, ένας Θεός τα ξέρει,
και μια μικρή μελαχρινή, αν θέλει, τα γιατρεύει.
 
Τα λούλουδα θέλουν δροσιά, τα κυπαρίσσια αέρα·
η νιότη μας και η ζωή δεν είναι κάθε μέρα.
 
Τα μάτια μου δεν είδανε τέτοια καλή γυναίκα,
να της ζητώ ένα φιλί και να μού δίνει δέκα!
 
Τα ολόξανθά σου τα μαλλιά να τά ’χα αποχτενίδια,
να τά ’δινα στον χρυσικό να κάνει δαχτυλίδια.
 
Τα χείλη σου τα κόκκινα μοιάζουνε σαν κεράσι,
κι ο νέος που τα φίλησε ποτέ δεν θα γεράσει.
 
Τόσ’ έμαθα τα βάσανα που δεν κακοκαρδίζω·
όπως τον εύρω τον καιρό, έτσι τον αρμενίζω.
 
Το δέντρο που καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
άπλωσε τα κλωνάρια του σε ξένο περιβόλι.
 
Υ
Ύπνος γλυκός, γλυκύτατος, σ’ επήρε και κοιμάσαι,
και την παλιά αγάπη σου καθόλου δεν θυμάσαι.
 
Υπόμενε, καρδούλα μου, τής π’ αγαπώ τα λόγια,
όπως αντέχουν τα βουνά τις μπόρες και τα χιόνια.
 
Φ
Φωτιά τρώει το σίδερο κι ο σάρακας το ξύλο,
κι εσύ μού τρως τα νιάτα μου σαν άρρωστος το μήλο.
 
Χ
Χριστός Ανέστη, μάτια μου, κι έλα να φιληθούμε,
κι αν δεν σ’ αρέσει το φιλί, στρώσε να κοιμηθούμε.
 
Χωρίς αέρα το πουλί, χωρίς νερό το ψάρι,
χωρίς αγάπη δεν βαστούν κόρη και παλικάρι.
 
Ψ
Ψηλό μου κυπαρίσσι, λυγάει η κορφάδα σου,
και ποιος θα τη γλεντήσει την ομορφάδα σου;
 
Ω
Ω φουντωμένη λεμονιά και ανθισμένη βιόλα,
εσύ ’σαι που τα μάρανες τα παλικάρια όλα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ / BΙBLIOGRAPHY

Ελληνικά / In Greek

Μαρτζούκος, Γ. Κ., Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήναι, 1959.
Πακτίτης, Ν., Κερκυραϊκά Δημοτικά Τραγούδια, Αθήνα, 1989.
Περάνθης, Μ., Μεγάλη Ελληνική Ανθολογία της Ποιήσεως, τόμ. Γ΄ [1970].

Αγγλικά / In English

Abbott, G. F., Songs of Modern Greece, Cambridge, 1900.
Pym, Hilary, Songs of Greece, The Sunday Times, London, 1968.

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ / DISCOGRAPHY

Authentic Music from the Greek Isles and Mountains, Fontana TL 5323.
Folk Dances of Greece, Folkways P 454.
Greek Island and Mountain Songs, Vogue MDEVR 9329.

* Διάλεξη που έγινε στην αγγλική γλώσσα στο Κέντρο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Φλόριδας, Η.Π.Α., στις 15 Απριλίου 1987. Δημοσιεύθηκε, με λίγες αλλαγές, στο περιοδικό Λαογραφία, Δελτίο της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος ΛΘ΄ (39) 1998-2003, σ. 405-421.