ΣΕΡΒΙΚΑ ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΣΟΒΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ (1389)
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Το αιματοβαμμένο Κόσσοβο, περιοχή που ανήκει στη Σερβία από τα πανάρχαια χρόνια, υπήρξε θέατρο μιας φονικότατης μάχης εναντίον των Τούρκων το 1389, πριν ακόμα η Κωνσταντινούπολη πέσει στα χέρια των Οθωμανών. Το άνθος του στρατού της Σερβίας θυσιάστηκε υπερασπιζόμενο το πάτριο έδaφος του Κοσσόβου, μοιραία όμως έχασε τη μάχη. Όπως οι αρχαίοι Σπαρτιάτες θυσιάστηκαν μέχρις ενός στις Θερμοπύλες, για να μην επιτρέψουν στους Πέρσες να κατακτήσουν την Ελλάδα, παρόμοια θυσιάστηκαν και οι Σέρβοι ήρωες. Η θυσία τους όμως δεν θεωρείται ήττα αλλά νίκη. Νίκη εναντίον της βίας, της αλλοτρίωσης και του ολοκληρωτισμού.
Η λαϊκή Μούσα, που πάντοτε εμπνέεται από συνταρακτικά γεγονότα, μετά την πανωλεθρία του Κοσσόβου, τραγούδησε τα γεγονότα και θρήνησε τους πεσόντες με μια σειρά, έναν κύκλο δημοτικών τραγουδιών, που θαυμάστηκαν από τους περίφημους ποιητές Γκαίτε και Πούσκιν, όταν τα τραγούδια αυτά έγιναν γνωστά σ’ αυτούς αργότερα, χάρη στις μεταφράσεις. Στη γλώσσα μας όμως, στην οποία έχουν γραφεί ωραιότατα δημοτικά τραγούδια, δεν έχουν μεταφραστεί ακόμα τα δημοτικά αυτά διαμάντια της Σερβίας, που είναι εφάμιλλα σε ιστορική και λογοτεχνική αξία με τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα τραγούδια του Κοσσόβου συνέλεξε και εξέδωσε για πρώτη φορά ο Σέρβος δάσκαλος V. S. Karadzic, στη Βιέννη το 1814.
Παρακινούμενος από θαυμασμό και αγάπη για το γενναίο και ομόθρησκό μας έθνος των Σέρβων, επιδόθηκα τελευταία με ενδιαφέρον στη μελέτη των τραγουδιών του κύκλου της μάχης του Κοσσόβου και φιλοπόνησα μεταφράσεις εφτά τραγουδιών (ακολουθούν μόνο τρία από αυτά), ως ένδειξη συμπάθειας προς τον μαρτυρικό λαό τού Κοσσόβου που δοκιμάστηκε για δεύτερη φορά. Η πρώτη ήταν το 1389 από τους πολεμοχαρείς Τούρκους, η δεύτερη και πιο πρόσφατη, το 1999…
Π. Κ.
1. Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Απ’ τα Ιεροσόλυμα, την ιερή την πόλη,
ένα πουλί επέταξε, πουλί που ’ταν γεράκι.
Στα νύχια του εκράταγε ένα χελιδονάκι,
αλλά γεράκι το πουλί δεν ήτανε εκείνο,
μα ήταν ένας άγιος προφήτης, ο Ηλίας,
και δεν μετέφερε αυτός ένα χελιδονάκι,
μα ένα γράμμα ιερό από την Παναγία.
Το έφερε στο Κόσσοβο όπου ήταν ο τσάρος
και τ’ άφησε στα γόνατά του πάνω, που ετρέμαν,
κι αυτά το γράμμα έγραφε εκείνο στον μονάρχη:
«Λάζαρε, τσάρε, γενεάς σπουδαίας εσύ γόνε,
σαν ποιο τάχα βασίλειο τώρα θα προτιμούσες ;
Θα διάλεγες στον ουρανό να είχες ένα στέμμα
σήμερα, ή θα ήθελες επί της γης να το ’χεις ;
Αν διάλεγες επί της γης, τότε σέλωσε άτια
και πες στους καβαλάρηδες τις ζώνες τους να σφίξουν
και να ζωθούνε τα σπαθιά κι επίθεση να κάνουν
κατά των Τούρκων, τους εχθρούς έτσι να καταστρέψεις.
Αν όμως θες τους ουρανούς, τότε χτίσε εκκλησία
– όχι με πέτρες, αλλά με μετάξι και βελούδο –
σύναξε τα στρατεύματα, λάβε άρτον και οίνον,
κάνε να κοινωνήσουνε όλοι οι στρατιώτες,
διότι όλα θα χαθούν και θα χαθούν τελείως
κι εσύ, ω τσάρε, θα χαθείς μαζί με τον στρατό σου.»
Όταν ο τσάρος διάβασε αυτά τα άγια λόγια,
μόνος του συλλογίζεται και κάνει κάθε σκέψη:
«Θεέ μου, τί και πώς εγώ τώρα πλέον να πράξω;
Τη γη ή τα ουράνια θα πρέπει να διαλέξω;
Κι αν επί γης βασίλειο αποφασίσω τώρα,
βασίλεια είδους αυτού προσωρινά ’ναι μόνο,
ενώ αυτό του ουρανού βασίλειο είν’ αιώνιο.»
Κι ο Λάζαρος τους ουρανούς προτίμησε, γη όχι∙
και έχτισε μιαν εκκλησιά στου Κόσσοβου τον κάμπο
– όχι με πέτρες, αλλά με μετάξι και βελούδο –
κάλεσε τότε και τον της Σερβίας Πατριάρχη
και σύναξε Επίσκοπους δώδεκα κι ιεράρχες,
συγκέντρωσε το στράτευμα κι είπε να λάβουν όλοι
την ιερή Μετάληψη, τον άρτον και τον οίνον,
να καθαρθούν οι μαχητές από τις αμαρτίες
κι αν θα τους βρει ο θάνατος, πανέτοιμοι να είναι.
Μόλις ο Λάζαρος αυτές τις διαταγές του δίνει,
τότε η Τουρκιά πλημμύρισε τον κάμπο του Κοσσόβου.
Ο Γιουγκ Μπογδάνος οδηγεί όλους τους ήρωές του,
με τα παιδιά του, όλοι τους πολεμιστές γενναίοι,
εννιά παιδιά, που γρήγορα ήταν σαν τα γεράκια,
και ο καθένας αρχηγός εννιά χιλιάδων ήταν,
ενώ ο γηραλέος Γιουγκ με δώδεκα χιλιάδες.
Και τώρα αρχίζει η σκληρή, η φοβερή η μάχη.
Εφτά πασάδες σφάχτηκαν και σκόρπισ’ ο στρατός τους,
αλλά ο όγδοος πασάς στέκει και πολεμάει.
Τότε και ο γερο-Μπογδάν μαζί με τα παιδιά του,
τα εννιά άξια γεράκια του, πέσανε όλοι αντάμα!
Μαζί όμως σκοτώθηκαν πολλοί απ’ τους εχθρούς τους.
Και τότε πια όλοι μαζί οι άντρες προχωρούνε
του Μπαν Ουγκλγιέζα και του βοεβόδα Γκόικο∙
μαζί τους είν’ ο Βουκασίν ρήγας, κονταρομάχος,
και ο καθένας οδηγεί τριάντα χιλιάδες άντρες.
Και τώρα αρχίζει πιο σκληρή και άγρια η μάχη!
Οχτώ πασάδες σφάχτηκαν και σκόρπισ’ ο στρατός τους,
αλλά ο ένατος πασάς ορμά μέσα στη μάχη
και σφάζει τους Μερνγιάτσεβιτς, Ουγκλγιέσα, Γκόικο,
μαζί τον ρήγα Βουκασίν που ’ταν κονταρομάχος,
και τους εποδοπάτησαν τα άλογα των Τούρκων,
και χάνονται πολεμιστές μαζί με πολεμάρχους.
Και τώρα προχωρεί μπροστά ο Στέφανος ο δούκας:
μεγάλος μα και ισχυρός είν’ ο στρατός του δούκα
και αριθμεί εξήκοντα χιλιάδες στρατιώτες
κι η μάχη άρχισε ευθύς ενάντια στους Τούρκους.
Εννιά πασάδες σφάχτηκαν και σκόρπισ’ ο στρατός τους,
αλλά ο δέκατος πασάς έρχεται μανιασμένος
και τότ’ ο δούκας Στέφανος νικήθηκε αμέσως
κα οι στρατιώτες χάνονται όπως κι ο αρχηγός τους.
Μετά φτάνει ο Λάζαρος, πρίγκιπας της Σερβίας,
και σπεύδει εις το Κόσσοβο με τον άξιο στρατό του,
εφτά και εβδομήκοντα χιλιάδες στρατιώτες!
Μπροστά του πως υποχωρούν οι άπιστοι οι Τούρκοι
και δεν τολμούν τον άγριο θυμό του ν’ αντικρίσουν!
Και τώρα πλέον αρχινά η ένδοξη η μάχη,
και θα ’χαν όλες συντριφτεί οι τουρκικές δυνάμεις,
αν τότ’ ο Βουκ ο Μπράνκοβιτς – κατάρα να τον φάει! –
δεν πρόδωνε τον πεθερό στον κάμπο του Κοσσόβου.
Έτσ’ η Τουρκιά ενίκησε κι έπεσε ο ήρωάς μας,
ο τσάρος της Σερβίας μας και όλος ο στρατός του
εφτά και εβδομήκοντα χιλιάδες στρατιώτες.
Όλα γινήκαν με τιμή, άγια ήταν όλα,
και ήταν θέλημα Θεού στον κάμπο του Κοσσόβου.
2. Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΚΟΣΣΟΒΟΥ
Κείνη τη νύχτα ήρθανε δύο μαύρα κοράκια
κάτω από του Κόσσοβου τον κάμπο και πετάξαν
πάνω και γύρω απ’ τον ψηλό τον πύργο την αυγούλα∙
στριφογυρίσαν κράζοντας και κάθισαν στον πύργο
και έβγαζαν πιο δυνατή ακόμα την κραυγή τους.
«Ω! είναι τάχατες αυτό του βασιλιά το κάστρο ;
Φαίνεται τόσο ήσυχο, μέσα δεν ζει κανένας!»
Και η μοναχική Κυρά, η τσαρίνα η Μιλίτσα,
τους κόρακες σαν άκουσε, πάει πάνω στον πύργο
τον γκρίζο, εκείνο το πρωί και λέει στ’ αγριοπούλια:
«Εσείς μαύρα κοράκια δυο, – Θεός να σας φυλάει –
γιατ’ ήρθατε τόσο νωρίς και κράζετε στον πύργο;
Έτυχε να περάσετε στου Κόσσοβου τον κάμπο;
Μην είδατε τους δυο εχθρούς να είναι ξαπλωμένοι;
Μην είδατε πολεμιστές κι ακούσατε τον κρότο;
Μα την αλήθεια πέστε μου, κοράκια, ποιος νικήθη;»
«Σπολάτι στο χαιρετισμό, τσαρίνα μας Μιλίτσα,
μόλις από το Κόσσοβο έχουμε επιστρέψει,
όπου, Κυρά, δύο εχθρούς έτυχε να ιδούμε∙
χτες πολεμούσαν κι είδαμε από κοντά τους δυο τους.
Οι αρχηγοί των δυο στρατών σφάχτηκαν και οι δύο
κι όλοι οι Τούρκοι σφάχτηκαν, εκτός από ολίγους∙
μα κάποιοι Σέρβοι μαχητές είν’ ζωντανοί ακόμα,
αλλά στα στήθη τους μπηχτά σπαθιά ’χουν ή κοντάρια.»
Κι ενώ τα μαύρα τα πουλιά αυτά λεν στη Μιλίτσα,
ο υπηρέτης ο πιστός Μιλούτιν καταφθάνει
κι είχε το χέρι το δεξί απ’ τον καρπό κομμένο
κι αριστερά κατέβαιναν αίματα προς τα κάτω
απ’ την πλευρά τ’ αλόγου του, πληγές εφτά και δέκα,
καθώς αυτός επέστρεφε απ’ τον κάμπο του Κοσσόβου.
«Τί είν’ αυτά, καημένε μου Μιλούτιν;» λέει εκείνη.
«Πες μου, ο τσάρος πέθανε μήπως με προδοσία; »
Και ο Μιλούτιν την Κυρά έτσι τη χαιρετάει:
«Γρήγορα βοηθήστε με τώρα να ξεπεζέψω
και φέρτε μου κρύο νερό το μέτωπο να βρέξω
και φέρτε κόκκινο κρασί, γιατί διψώ∙ η καρδιά μου
δεν έχει άλλο αίμα πια να στείλει στις πληγές μου.»
Τότ’ η Μιλίτσα η όμορφη να κατεβεί βοηθάει
τον υπηρέτη τον πιστό από το άλογό του
και του ’βρεξε το μέτωπο που έκαιγε σαν φλόγα
και με κρασί εγέμισε μια κούπα και τη δίνει.
Κι όταν αυτός τη δύναμη που είχε ξαναβρήκε,
έτσι αυτή τον ρώτησε: «Και τώρα πια, Μιλούτιν,
κοίτα με και τα νέα σου πες μου ευθύς, αμέσως.
Πες μου, τί έγινε εκεί στον κάμπο του Κοσσόβου ;
Πρώτα πες μου πώς έσφαξαν τον πρίγκιπα τον άξιο
και τον πατέρα μου εκεί, τον γερο-Γιούγκ Μπογδάνο,
και πες μου το πώς έπεσε ο σεβαστός ο γέρος
και τα εννιά αδέρφια μου, τα άξια παλικάρια,
και πως ο Μίλος έπεσε, ο μέγας Βοεβόδας,
εκείνος ο πολύ καλός κι αγαπητός μου φίλος,
κι ο Βουκ, που ’ταν ατρόμητος, ο αρχηγός της φάρας,
κι ο νεαρός και τολμηρός Στραΐνγια, το βλαστάρι
του γερο-Μπαν;» Και σήκωσ’ ο Μιλούτιν το κεφάλι
και έτσι αφηγήθηκε όλη την ιστορία:
«Ξαπλωταριά στο Κόσσοβο σφαγμένοι είναι όλοι,
εκεί που ο περίφημος ο τσάρος μας κοιμάται.
Τόσο αίμα έχει χυθεί που ’βαψε τα χορτάρια
κι όλη η γη διάσπαρτη είναι απ’ τα κοντάρια
τα τσακισμένα∙ κι άπειρα τα τουρκικά κοντάρια,
μα πιο πολλά τα σερβικά. Οι Σέρβοι στρατιώτες
μαζεύτηκαν από μακριά κι έπεσαν με τον τσάρο.
Και το γονιό σου Γιουγκ Μπογδάν είδα, τον γηραλέο,
να πέφτει κάτω μεταξύ των πρώτων που επέσαν,
όταν η μάχη άρχισε. Οχτώ απ’ τους αδερφούς σου
δίπλα του σφαγιάσθηκαν. Όλοι τους μαζευτήκαν
εκτός ενός, που ήτανε ο Γιούγκοβιτς ο Μπόσκο.
Αυτός μόνος του έμεινε∙ τον είδα να κρατάει
το λάβαρο πολύ ψηλά, σαν αετός να ορμάει
ανάμεσα απ’ την Τουρκιά, να τους διασκορπίζει
σαν περιστέρια, μέχρι που το αίμα είχε φτάσει
πάνω μέχρι τα γόνατα. Κοιμάται ο Στραΐνγια
κι ο Μίλος ύπνο αιώνιο κοιμάται στης Σιτνίτσας
τα κρύα και βαθιά νερά∙ αλλά πριν να τον σφάξουν,
ο Κύριος ευλόγησε το χέρι του να κάνει
έργο που είναι ένδοξο για όλη τη Σερβία:
ξεκοίλιασε τον Αμουράτ με το δικό του χέρι!
Είθ’ ο Θεός να ευλογεί αυτόν και τη γενιά του!
Τραγούδια να του τραγουδούν, να λένε ιστορίες.
Το πράσινο το Κόσσοβο όσο θε να υπάρχει,
η μνήμη του παντοτινή κι αιώνια θα είναι!
Γιατί ρωτάς και για τον Βουκ; – να ’ναι καταραμένος!
Καταραμένη η μάνα του, το σπίτι, τα παιδιά του,
γιατί αυτός εις τον εχθρό πήγε κείνη την ώρα,
κείνη την ώρα και μαζί οι δώδεκα χιλιάδες
της προδοσίας, κι απ’ αυτό εχάθηκε ο τσάρος.»
3. ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
αν το κεφάλι έκοψαν του Λάζαρου του τσάρου
εις το Κοσσυφοπέδιο, Σέρβος κανείς δεν το ’δε,
παρά ένα τουρκόπουλο που ’ταν παιδί μιας σκλάβας,
μίας Σερβίδας, και αυτό είπε γι’ αυτά που είδε:
«Ω, λυπηθείτε, αδερφοί, ω λυπηθείτε, Τούρκοι.
Μπροστά εδώ του βασιλιά βρίσκεται το κεφάλι!
Για του Θεού το όνομα, θα είναι αμαρτία,
αν όρνια θα το έτρωγαν και τα μαύρα κοράκια,
ή, αν το ποδοπάταγαν άλογα και στρατιώτες.»
Και του Αγίου Λάζαρου την κεφαλή την πήρε,
τη σκέπασε και σε σακί την έβαλε κατόπι
και τη μετέφερε μετά με περισσή φροντίδα
και δίπλα από το νερό την έβαλε μιας βρύσης∙
κι εκεί αυτή βρισκότανε επί σαράντα χρόνια,
ενώ το σώμα κείτονταν στον κάμπο του Κοσσόβου,
κι ούτε τα όρνια το ’φαγαν ούτε μαύρα κοράκια
ούτε το ποδοπάτησαν άλογα ή στρατιώτες.
Γι’ αυτό, Θεέ μου, ευλογητό να είναι τ’ όνομά σου!
Τότε μια μέρα ήρθανε απ’ τα ωραία Σκόπια
μία ομάδα νεαροί αμαξάδες που πηγαίναν
Βουλγάρους μα και Έλληνες στο Βίντιν και στη Νίσα,
και για να ξενυχτήσουνε στο Κόσσοβο σταθήκαν.
Έκαναν πρόχειρο φαΐ εκεί στον ίσιο κάμπο
κι όταν έφαγαν, δίψασαν και τότ’ όλη τη νύχτα.
άναψαν το φανάρι τους και για νερό εψάχναν.
Και τότε ο νεότερος ο αμαξάς τους λέει:
«Νά το φεγγάρι στο νερό πως λάμπει εκεί κάτω!»
Κι ο δεύτερος ο αμαξάς τού απαντάει τότε:
«Δεν το νομίζω φεγγαριού φως να ’ναι, αδερφέ μου»,
ενώ ο τρίτος σιωπηλός ήταν και δε μιλούσε.
Γυρίζει ανατολικά και στο Θεό φωνάζει,
στον ένα και αληθινό, και στον Άγιο Νικόλα:
«Θεέ μου, εσύ βοήθα με, και Άγιε Νικόλα!»
Βουτάει μέσα στα νερά της βρύσης και τη βγάζει
έξω την άγια κεφαλή του Λάζαρου, του τσάρου
των Σέρβων, και την άφησε στο πράσινο χορτάρι,
δίπλα στη βρύση και γυρνά μ’ ένα κρουπί να πάρει
λίγο νερό, ώστε να πιουν κι οι άλλοι αμαξάδες.
Όταν ξανακοιτάξανε στο πράσινο χορτάρι,
η κεφαλή δεν ήταν πια εκεί ακουμπημένη,
αλλά μονάχη κύλησε στο ίσιο το λιβάδι
και προς το σώμα έτρεξε και κόλλησε σαν πρώτα!
Όταν γλυκοξημέρωσε η πρωινή αυγούλα,
οι τρεις τότε οι νεαροί διαλάλησαν τα νέα.
Μήνυμα προς τους Χριστιανούς τους ιερείς εστείλαν
και τριακόσιοι ήρθανε, κι Επίσκοποι εφτάσαν
δώδεκα τότε, κι ήρθανε τέσσερις Πατριάρχες,
από την Πετς, Ιερουσαλήμ αλλά κι από την Πόλη.
Όλοι τους τότε φόρεσαν τα ιερά τους άμφια,
τις μίτρες και των μοναχών τα ευλογημένα ράσα
και πήρανε στα χέρια τους τα παλαιά βιβλία
και προσευχές εδιάβασαν κι άρχισαν αγρυπνίες
για τρία ημερόνυχτα∙ όλοι μ’ ορθοστασία,
χωρίς καμιάν ανάπαυση, χωρίς να κοιμηθούνε,
δεόντανε στον Άγιο και τον συχνορωτούσαν
σε ποια μεγάλη εκκλησιά ή μοναστήρι να ’μπουν:
στο Όποβο ή Κρούσεντολ, Γιάσκα ή Μπεσενόβο,
Ράκοβατς ή Σισάτοβατς, Ντζίβσα ή στο Κουβέζντιν,
ή ίσως και να ήθελε εις τη Μακεδονία.
Κι ο Άγιος δεν ήθελε να πάει σε καμία,
παρά να μείνει ήθελε μόνο στη Ραβανίτσα,
στην εκκλησία που αυτός μόνος του είχε χτίσει,
κι υψώνονταν εις τις πλαγιές απ’ το βουνό Κουτσάι –
την εδική του εκκλησιά, π’ ο ίδιος είχε χτίσει
με το δικό του το ψωμί και με το θησαυρό του,
και όχι με τα δάκρυα δύστυχων υπηκόων,
τα χρόνια που πάνω στη γη αυτός επερπατούσε.